Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΣΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
 
Κριτική μου δημοσιευμένη στα ΝΕΑ του Σαββατοκύριακου για το βιβλίο του Ρομπέρτο Φονταναρόσα, «Puro fútbol. Οκτώ διηγήματα αργεντίνικου πάθους για το ποδόσφαιρο», μετάφραση-εισαγωγή Μιχάλης Τσούτσιας, Εκδόσεις Απρόβλεπτες, Αθήνα 20209, σσ. 142.
 
Υπήρξε εμβληματική φιγούρα της αργεντίνικης κουλτούρας ο Ρομπέρτο Φονταναρόσα (1944-2007), ο επιλεγόμενος «Μαύρος» από το Ροσάριο: σκιτσογράφος, κομίστας, λογοτέχνης, σε όλα του κορυφαίος. Άφησε πίσω του τεράστιο έργο. Ο ίδιος –όπως είχε επανειλημμένως γράψει– θα ήθελε, πάντως, να τον θυμούνται ως «αφοσιωμένο οπαδό της Ροσάριο Σεντράλ», της αγαπημένης του ποδοσφαιρικής ομάδας.
Το ότι ο Μαύρος ήταν πολύ διασημότερος της ομάδας του δεν σήμαινε τίποτα γι’ αυτόν. Το Ροσάριο, η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Αργεντινής, ιδιαίτερη πατρίδα του Τσε Γκεβάρα και του Λιονέλ Μέσι (και πλείστων όσων διασήμων ποδοσφαιριστών) έχει δύο μεσαίου ποδοσφαιρικού βεληνεκούς ομάδες, που μισούνται μεταξύ τους θανάσιμα: τη Ροσάριο Σεντράλ (κοινώς «Κανάγιες», δηλαδή «Σκυλολόι» ή «Παλιοτόμαρα») και τη Νιούελς Ολντ Μπόις (κοινώς «Λέπρα»). Για τον Φονταναρόσα η ζωή είχε νόημα, επειδή υποστήριζε τους Κανάγιες και όταν αυτοί νικούσαν τους Λεπρούς. Στις ήττες (που είναι, ως γνωστόν, μέσα στο παιχνίδι) έβλεπε μόνο όσους λόγους τού επέτρεπαν να ξαναβρεί το χαμένο νόημα – νικητής.
Στο «Puro fútbol» (στο «Αγνό ποδόσφαιρο») περιλαμβάνονται οκτώ αυστηρά επιλεγμένα διηγήματα από το πλήθος που είχε συγγράψει. Όλα τους αναφέρονται στη Ροσάριο Σεντράλ και στο πώς νιώθει ο οπαδός της κάθε στιγμή της ημέρας του, όχι μόνο την ώρα του αγώνα. Η αφηγηματική του τέχνη είναι επηρεασμένη τόσο από την καρτουνίστικη πρόσληψη της πραγματικότητας όσο και από τον τυφλό (γι’ αυτό και άδολο) φανατισμό τού οπαδού που επιθυμεί να είναι φανατικός και να νικάει πάντα η ομάδα του. Ναι, η αντίληψή του για το ποδόσφαιρο δεν διαπνέεται από «αθλητικό πνεύμα», ούτε τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο («χρειάζονται και η ύπουλη κλοτσιά και η μουλωχτή αγκωνιά», γράφει). Γι’ αυτόν το ματς είναι πόλεμος, και η νίκη στον πόλεμο είναι βεβαίωση επιβίωσής του ως ανθρώπου και ως Κανάγια. Ιδίως όταν επιτυγχάνεται εναντίον των συγκεκριμένων «άλλων».
Οι ήρωές του είναι άνθρωποι πάσης φύσεως και καταγωγής. Μεταξύ τους είναι και ο ίδιος απλός συμπαίκτης, στρατιώτης. Το ότι είναι «των γραμμάτων» δεν του δίνει κανένα προνόμιο στην οπαδική σύναξη στο «Ελ Κάιρο», στο οπαδικό τους στέκι. Η δράση είναι συλλογική, ακριβώς επειδή βασίζεται σε συνείδηση συλλογική. Οι συμμετέχοντες μιλούν όλοι την ίδια γλώσσα: την οπαδική ιδιόλεκτο που κανονικά είναι μόνο προφορική, καθώς τα εξωγλωσσικά στοιχεία, που αρταίνουν και νοστιμεύουν την ουσία της, δεν μεταφέρονται στο χαρτί: δεν διαβάζονται – μόνο ακούγονται!
Ο Φονταναρόσα επιχειρεί και καταφέρνει το σχεδόν αδύνατο: να κάνει τον ακουόμενο λόγο του γηπέδου να είναι λόγος αναγνώσιμος. Και συνάμα αποδεκτός μέσα στην αυθεντικότητά του – ακόμα και από εκείνους που δεν έχουν στενή σχέση με τον κόσμο του ποδοσφαίρου, και ακόμα λιγότερο με τη «γλωσσολογία» και τη «φιλολογία» του. Διότι ο συγγραφέας των διηγημάτων αυτών ξέρει να διαβάζει αψευδώς τις κοινωνικές ομάδες (εν προκειμένω τους οπαδούς της ομάδας του, άρα τον εαυτό του) και να αποκωδικεύει τις συμπεριφορές τους. Τα διηγήματα αυτά κάλλιστα μπορούν να θεωρηθούν κοινωνιολογικά δοκίμια, παρ’ όλο που ο συγγραφέας τους δεν το διεκδικεί καθόλου. Και η παραμικρή λέξη, φράση ή αντίδραση εκεί μέσα βρίσκει αντίκρισμα σε ένα σύστημα κωδίκων που, είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο, ανακαλεί στον νου του αναγνώστη πράγματα οικεία. Η οπαδική αγάπη αποτελεί απλώς το «πεδίο» της έρευνας.
Ό,τι γράφει υπέρ της ομάδας του (με ερωτική αγάπη και με σκληρότητα «αδοκίμων» εκφράσεων) ισχύει (και το ξέρει) για όλους όσοι αγαπούν με ισοδύναμο πάθος την οποιαδήποτε άλλη ομάδα, και στην χώρα του και στον κόσμο ολόκληρο. Αυτός, όμως, θέλει να γράφει αποκλειστικά για τη δική του ομάδα – για τις άλλες ας γράψουν άλλοι.
Είναι το μοναδικό λογοτεχνικό έργο του που κυκλοφορεί στη γλώσσα μας. Ο Μιχάλης Τσούτσιας, ο μεταφραστής, στον οποίον οφείλουμε και την εμπεριστατωμένη εισαγωγή και τις διευκρινιστικές σημειώσεις, επιτέλεσε άθλο. Διαβάζουμε το μετάφρασμά του και πουθενά δεν «κλοτσάει» η γλώσσα. Η οπαδική ζαργκόν μεταφέρεται από τα αργεντίνικα ισπανικά με θαυμαστή ακρίβεια στα καθ’ ημάς. Οι δυναμικές «ισοδυναμίες» (μάλλον «ισοσθένειες»), που προτείνονται, είναι απίστευτα επιτυχείς. Διαβάζεις σαν να ακούς,… σαν να συμμετέχεις στους διαλόγους. Είναι γνωστό ότι στη δομή επιφανείας τα πράγματα δεν λέγονται το ίδιο στις διάφορες ποδοσφαιρικές γλωσσικές κοινότητες. Στη μύχια δομή τους, όμως, είναι κοινά σε όλον τον κόσμο: πρόκειται για την καθολικότητα του οπαδικού λόγου, που ακριβώς γι’ αυτό είναι κοινός. Αυτή, λοιπόν, τη διεγνωσμένη κοινότητα την αναδεικνύει ο μεταφραστής με αβίαστη φυσικότητα και μας την προσφέρει απλόχερα και –κυρίως– σωστά.
Το βιβλίο συστήνεται ανεπιφύλακτα σε όλους – μετέχοντες και μη μετέχοντες της οπαδικής ποδοσφαιρικής κουλτούρας. Ας μου επιτραπεί, παρακαλώ, να τελειώσω με πνεύμα οπαδικό: από τις ομάδες του Ροσάριο συμπαθώ τη «Λέπρα» – γιατί, παρακολουθώντας όσοι αγαπάμε το ποδόσφαιρο τα ανά τον κόσμο ντέρμπι, οφείλουμε να είμαστε με κάποιον. Στην Αργεντινή, βέβαια, εξ απαλών ονύχων υποστηρίζω τους «Bosteros» (τους «Σκατάδες»): την ομαδάρα της Μπόκα Τζούνιορς. Με αυτό το διπλό argumentum a contrario συστήνω και πάλι ανεπιφύλακτα το βιβλίο του Φονταναρόσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου