ATTILIO BERTOLUCCI
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΑΣΘΕΝΟΥΣ
Αυτός εδώ που βλέπετε, ο ζωγραφισμένος με άλικο και μαύρο,
και που πιάνει όλο το ευρύχωρο κάδρο,
είμαι εγώ, στα σαράντα εννέα μου χρόνια, τυλιγμένος
με μια φαρδιά, άνετη ρόμπα που μου κόβει τα χέρια στη μέση
σα νά ’ναι λουλούδια, και δεν αφήνει να φανεί αν το σώμα
είναι ξαπλωμένο ή καθιστό: είναι από εκείνες τις νοσηρές
πόζες μπροστά σε παράθυρα που κορνιζάρουν τη μέρα, άλλη
Αυτός εδώ που βλέπετε, ο ζωγραφισμένος με άλικο και μαύρο,
και που πιάνει όλο το ευρύχωρο κάδρο,
είμαι εγώ, στα σαράντα εννέα μου χρόνια, τυλιγμένος
με μια φαρδιά, άνετη ρόμπα που μου κόβει τα χέρια στη μέση
σα νά ’ναι λουλούδια, και δεν αφήνει να φανεί αν το σώμα
είναι ξαπλωμένο ή καθιστό: είναι από εκείνες τις νοσηρές
πόζες μπροστά σε παράθυρα που κορνιζάρουν τη μέρα, άλλη
μια μέρα ακόμα παραχωρημένη στα μάτια που κουράζονται γρήγορα.
Μα ρωτάω τον ζωγράφο, τον δεκατετράχρονο γιο μου,
ποιόν ήθελε ν’ απεικονίσει, κι αυτός μου λέει αμέσως:
«έναν από κείνους τους κινέζους ποιητές που μου διάβαζες,
Μα ρωτάω τον ζωγράφο, τον δεκατετράχρονο γιο μου,
ποιόν ήθελε ν’ απεικονίσει, κι αυτός μου λέει αμέσως:
«έναν από κείνους τους κινέζους ποιητές που μου διάβαζες,
να κοιτάει έξω κάποτε, μια απ’ τις τελευταίες του ώρες».
Αλήθεια λέει, τώρα θυμάμαι, εγώ του το χάρισα το βιβλίο εκείνο
που τέρπει την καρδιά με ποτάμια γαλάζια
και φύλλα καφετιά του φθινόπωρου· εκεί σοφοί –ή δήθεν σοφοί– ποιητές
φεύγουνε από τη ζωή με χάρη, το ποτήρι τους υψώνοντας.
Αλήθεια λέει, τώρα θυμάμαι, εγώ του το χάρισα το βιβλίο εκείνο
που τέρπει την καρδιά με ποτάμια γαλάζια
και φύλλα καφετιά του φθινόπωρου· εκεί σοφοί –ή δήθεν σοφοί– ποιητές
φεύγουνε από τη ζωή με χάρη, το ποτήρι τους υψώνοντας.
Ανήκω κι εγώ σ’ έναν αιώνα που πιστεύει
πως δεν ψεύδεται, και με βλέπω σ’ εκείνον τον άρρωστο άνθρωπο
να λέω ψέματα στον εαυτό μου τον ίδιο: και γράφω ό,τι γράφω
ένα κακό για να ξορκίσω που και το πιστεύω και δεν το πιστεύω.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου