ATTILIO
BERTOLUCCI
ΟΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ
Γιατί πάνε οι πεταλούδες πάντα δύο-δύο
και αν ποτέ η μια τους χαθεί στη λόχμη μέσα τη μαβιά
του Σεπτεμβρίου, η άλλη δεν την αφήνει, μα μένει εκεί
και πετάει μπερδεμένη, που σου φαίνεται πως κοπανιέται
στους τοίχους κάποιας φυλακής, ενώ απλώς και μόνο
της μέρας το χρυσάφι έχει να ξεθωριάζει ξεκινήσει
στις πέντε το απόγευμα όπως πλησιάζει ο Οκτώβρης;
– Μάλλον νόμισες πως την έχασες,
και αν ποτέ η μια τους χαθεί στη λόχμη μέσα τη μαβιά
του Σεπτεμβρίου, η άλλη δεν την αφήνει, μα μένει εκεί
και πετάει μπερδεμένη, που σου φαίνεται πως κοπανιέται
στους τοίχους κάποιας φυλακής, ενώ απλώς και μόνο
της μέρας το χρυσάφι έχει να ξεθωριάζει ξεκινήσει
στις πέντε το απόγευμα όπως πλησιάζει ο Οκτώβρης;
– Μάλλον νόμισες πως την έχασες,
αλλ’ αυτή να την, είναι ακόμα εδώ και αιωρείται
στον αέρα, την παράλογη ξαναπιάνοντας
κίνησή της
προς τα μέρη που η σκιές κάνουνε δικά τους
όσα χωράφια θερίστηκαν και οργώθηκαν την Κυριακή:
δεν έχεις παρά να την ακολουθήσεις προς τη νύχτα
σαν να την περίμενες στο ασίγαστο φως του ήλιου
να χορτάσει απ’ τους χυμούς αυτών των φθινοπωρινών ανθέων.
προς τα μέρη που η σκιές κάνουνε δικά τους
όσα χωράφια θερίστηκαν και οργώθηκαν την Κυριακή:
δεν έχεις παρά να την ακολουθήσεις προς τη νύχτα
σαν να την περίμενες στο ασίγαστο φως του ήλιου
να χορτάσει απ’ τους χυμούς αυτών των φθινοπωρινών ανθέων.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου