GEORG TRAKL
ΤΟΥ ΠΡΩΙΟΥ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Κατέβα τώρα, παλικάρι τιτάνειο
την πολυαγαπημένη σου, που κοιμάται, να ξυπνήσεις!
Κατέβα και ζώσε
με άνθη παντρύφερα την κεφαλή της στα όνειρα μέσα.
Πάρε δαυλούς και άναψε τον δειλό ουρανό, πέτα σπινθήρες
και στ’ αστέρια τα κάτωχρα μελωδίες να χορέψουνε παίξ’ τους,
τα πτητικά της νύχτας μαγνάδια
να σηκωθούν πυρπολημένα να φύγουνε,
και τα κυκλώπεια να σκορπίσουνε σύννεφα,
να βγει να φύγει ο χειμώνας από μέσα τους, τη γη εγκαταλείποντας,
ο χειμώνας πού, ουρλιάζοντας κι άλλο, με ρίγη απειλεί παγερά,
και τα ουράνια ν’ ανοίξουν πέρατα με καθαρότητα αίθρια.
Και κατέβα μετά, υπέροχε εσύ, με τους βοστρύχους ν’ ανεμίζουν,
κάτω στη γη, που με σιωπή υποδέχεται μακάρια
τον φλογερό εραστή, και ακόμα τρέμοντας βαθιά
απ’ τον άγριο και σάμπως θύελλα εναγκαλισμό σου
τον άγιο σού ανοίγει, σου προσφέρει κόλπο της.
Και τη μεθυσμένη γλυκύτατη προαίσθηση πιάνει, νοεί,
όταν –ανθηρός και ολόλαμπρος εσύ- τη ζωή τής ξυπνάς
που βλασταίνει, και μες στο υψηλό παρελθόν
μέλλον υψηλότερο χιμάει ορμητικό και μπαίνει
που σου μοιάζει, όπως μοιάζεις κι εσύ στον εαυτό σου τον ίδιο,
για να φέρει στη θέλησή σου ύστερα, αεικίνητε,
κάτι αιωνίως αινιγματικό που με ύπατο ανανεώνεται κάλλος και πάλι στο μέλλον.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου