ΚΩΣΤΑΣ
ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΣ
ΟΝΕΙΡΟΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ
«ἐγνώριζε δ᾽ ἐκ μνήμης ὅλα τὰ [ὀνειρα] τῆς πολίχνης,
ἀποθαμένα καὶ ζωντανά»
Στο κραχ μας
ξεπουλήσαμε
όλα τα όνειρα
Ονειρικό
κραχ
μα
ήταν εφιάλτης.
Τα
είχαμε όλα
χάσει.
Φωνές,
ελπίδες, ιδεολογίες.
Μας
μείνανε οι πέτρες, ο ήλιος
-μ’
αυτά χτίζαμε όνειρα-
και
η θάλασσα
Ναι,
η θάλασσα
Σε
αυτή προσφεύγαμε
για
την χαρά
σε
τοκισμένες δόσεις
Το
θαλασσινό προσφάι
Το
μαύρισμα στον ήλιο
Ναι
μας έμεινε το νερό
Μείναμε
στα νερά
Ξεμείναμε
από όνειρα.
Απαγορεύονται
τα όνειρα.
Πουλάνε
όνειρα
λαθραία
στο
κέντρο
της
πολίχνης
οι
πρόσφυγες.
Αυτοί
έχουν να ονειρευτούν όνειρα
λιανότερα
απ’ τα ντόπια
-είχαμε
συνηθίσει σε αφράτα όνειρα-
εδώδιμα
όνειρα,( απ)οικιακά.
Δεν
είχαν να ονειρευτούν
σ’
αυτήν την πόλη,
σ’
αυτό το χώμα
Όλα
σκιές
Η
σκιά της καλημέρας ,
της
καληνύχτας
Όλοι
ζούσανε στην κάψα
του
καλού καιρού
Κανείς
στη σκιά.
Δίπλα
στο νερό πολλά λόγια, λίγη σιωπή
Νερό
στερεό,
για
το ποτήρι με το πιόμα
Τώρα
όνειρα
Τα
πουλάνε αυτοί που έχουν να ονειρεύονται
ένα
σπίτι.
Ένα
χτίσμα,
το
όνειρο του Έλληνα.
Πέτρα
πάνω στη πέτρα.
Η
Μάνη, το Ξηρόμερο, τ’ Άγραφα,
το
ανούσιο στην άκρη της πόλης.
Όνειρο
της Άρτας το γιοφύρι
Κανένας
πρωτομάστορας δεν θυσίασε
τη
γυναίκα του
που
είχε διαμέρισμα τριάρι
να
του δώσει.
Βεβαίως,
τα όνειρα
Η
συναλλαγή στην πλατεία
Μπροστά
στα μάτια του δημάρχου
και
του δωσίλογου
των
(ωδών) ονείρων.
Με
κουκούλα τούς έδειχνε:
«Αυτός
αγόρασε, κι αυτός, κι αυτή»
Του
πέταγαν τη σκληρή κόρη του ονείρου
Κι
αυτοί βουτάγανε
τον
μαλακό άνδρα
σε
λάδι κορωνέικο
και
ελπίδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου