RENÉ CHAR
ΣΤΟ
ΔΑΣΟΣ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΕΠΤ
Τη
μέρα εκείνη ήμουν δύο μόνο πόδια που πηγαίναν.
Το
βλέμμα μου ξερό, και με το τίποτα στο κέντρο της όψης.
Εβάλθηκα
ν’ ακολουθώ το ποτάμι στη μικρή κοιλάδα.
Χυδαίος
γυρολόγος – αυτός ο χαζός
ερημίτης που δεν έμπλεξε
στην
απρέπεια μέσα που συνέχεια επροχώραγα.
Φερμένα απ’
τη γωνία κάποιου τοίχου
που ’μεινε μετά
από πυρκαγιά παλιά ερείπιο,
βουτήξαν ξάφνου μες στα γκριζωπά νερά
βουτήξαν ξάφνου μες στα γκριζωπά νερά
δυό άγρια ρείκια
όλο θέληση γλυκιά και συνάμα άκαμπτη.
Εμάντευες πως είναι εμπόριο εξαφανισμένων ψυχών
Εμάντευες πως είναι εμπόριο εξαφανισμένων ψυχών
την παραμονή
της νέας τους αναγγελίας.
Το βραχνό πορφυρό ενός τριαντάφυλλου,
χτυπώντας το νερό,
αποκατέστησε με των ερωτήσεων τη μέθη
αποκατέστησε με των ερωτήσεων τη μέθη
του ουρανού το πρώτο πρόσωπο, αφύπνισε
στη μέση των λόγων της αγάπης
τη γη,
και
μ’ έσπρωξε στο μέλλον σαν εργαλείο πεινασμένο
πυρετώδες.
Το δάσος τού Επτ άρχισε να κάνει μια στροφή πιο μακρινή.
Δεν έπρεπε να το διασχίσω όμως –
Το δάσος τού Επτ άρχισε να κάνει μια στροφή πιο μακρινή.
Δεν έπρεπε να το διασχίσω όμως –
της
ανάκαμψης εγώ ο προσφιλής αγρότης!
Μύρισα,
στην φτέρνα μόλις της καμπής,
των
λιβαδιών τους μόσχους όπου και σάπιζε ένα ζώο.
Άκουσα και του δειλού φιδιού το σούρσιμο.
Του καθενός σας ένιωσα –μη με κρίνετε αυστηρά–
Άκουσα και του δειλού φιδιού το σούρσιμο.
Του καθενός σας ένιωσα –μη με κρίνετε αυστηρά–
πως
είχα εκπληρώσει εγώ τις επιθυμίες όλες.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου