JORGE LUIS BORGES
ΣΕΛΙΔΑ
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ
ΣΟΥΑΡΕΣ, ΝΙΚΗΤΗ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΧΟΥΝΙΝ
ΣΟΥΑΡΕΣ, ΝΙΚΗΤΗ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΧΟΥΝΙΝ
Ποιόν ενδιαφέρουν οι κακουχίες, η εξορία,
των γηρατειών η ταπείνωση, η σκιά του δικτάτορα
των γηρατειών η ταπείνωση, η σκιά του δικτάτορα
που απλώνεται πάνω απ’ την πατρίδα, πάνω
από το σπίτι στα Ψηλαλώνια
που επούλησαν οι αδελφοί του, ενώ αυτός πολέμαγε, οι άχρηστες ημέρες
(οι μέρες που εύχεσαι να ξεχαστούν,
που επούλησαν οι αδελφοί του, ενώ αυτός πολέμαγε, οι άχρηστες ημέρες
(οι μέρες που εύχεσαι να ξεχαστούν,
οι μέρες που ξέρεις πως ο κόσμος θα
ξεχάσει),
αφού έζησε τη μεγάλη του ώρα, έφιππος, στην ολάνοιχτη πάμπα του Χουνίν
αφού έζησε τη μεγάλη του ώρα, έφιππος, στην ολάνοιχτη πάμπα του Χουνίν
σαν σε σκηνικό στημένο για το μέλλον,
σαν νά ’τανε το μέλλον των βουνών το αμφιθέατρο;…
σαν νά ’τανε το μέλλον των βουνών το αμφιθέατρο;…
Ποιόν
ενδιαφέρει ο χρόνος που κυλάει, όταν μέσα του
ένιωσε ένα
βράδυ κάτι σαν πληρότητα, σαν έκσταση;…
Δεκατρία χρόνια υπηρέτησε στους πολέμους
της Αμερικής.
Στο τέλος τον έφερε η τύχη στο Ανατολικό
Κράτος,
στου Ρίο Νέγρο τους κάμπους. Και κάθε ηλιοβασίλεμα
σίγουρα θα σκεφτόταν ότι γι’ αυτόν μάλλον θά ’χε ανθίσει
τούτο το ρόδο: η αιματηρή μάχη του Χουνίν, η διαταγή
που έκρινε τη μάχη, η ήττα στην αρχή, και μέσα στον αχό στην αντάρα η φωνή
του
(όχι λιγότερο απότομη γι’ αυτόν απ’ ό, τι για τους άντρες του)
να ουρλιάζει στους Pερουβιανούς να εφορμήσουν,
(όχι λιγότερο απότομη γι’ αυτόν απ’ ό, τι για τους άντρες του)
να ουρλιάζει στους Pερουβιανούς να εφορμήσουν,
το φως, η ορμή και το μοιραίο της
σύγκρουσης,
των στρατευμάτων ο μαινόμενος λαβύρινθος,
η μάχη με τις ξιφολόγχες, όπου δεν έπεσε ούτε σμπάρο,
και οι Σπανιόλοι που τους ετρύπησε το σίδερο,
η νίκη, η ευτυχία, η κόπωση, ο ύπνος που άρχιζε να βαραίνει,
και οι άνθρωποι να πεθαίνουν στους βάλτους,
και ο Μπολίβαρ να λέει λόγια αμιγώς ιστορικά
και ο ήλιος ήδη στη δύση του και η ανακτημένη γεύση
των στρατευμάτων ο μαινόμενος λαβύρινθος,
η μάχη με τις ξιφολόγχες, όπου δεν έπεσε ούτε σμπάρο,
και οι Σπανιόλοι που τους ετρύπησε το σίδερο,
η νίκη, η ευτυχία, η κόπωση, ο ύπνος που άρχιζε να βαραίνει,
και οι άνθρωποι να πεθαίνουν στους βάλτους,
και ο Μπολίβαρ να λέει λόγια αμιγώς ιστορικά
και ο ήλιος ήδη στη δύση του και η ανακτημένη γεύση
του νερού και του κρασιού,
και εκείνος ο νεκρός άνδρας δίχως κεφαλή,
και εκείνος ο νεκρός άνδρας δίχως κεφαλή,
που τον επάτησε και τον έλειωσε η μάχη...
Ο δισέγγονός του γράφει αυτούς εδώ τους
στίχους, και του έρχεται
μια σιωπηρή φωνή που βγαίνει από το αίμα το παλιό:
– Ποιόν ενδιαφέρει η δική μου μάχη στο Χουνίν;… αν είναι μνήμη ένδοξη;…
μια ημερομηνία που την αποστηθίζουν τα παιδιά στο μάθημα της Ιστορίας;…
– Ποιόν ενδιαφέρει η δική μου μάχη στο Χουνίν;… αν είναι μνήμη ένδοξη;…
μια ημερομηνία που την αποστηθίζουν τα παιδιά στο μάθημα της Ιστορίας;…
ή κάποιος τόπος στον γεωγραφικό άτλαντα;
Η μάχη είναι αιώνια, και μπορεί ν’
αποφεύγει τις παρελάσεις
των ορατών στρατευμάτων με τις σάλπιγγες·
το Χουνίν είναι δύο άμαχοι πολίτες που κάθονται
σε
κάποια γωνιά και καταριούνται κάποιον τύραννο,των ορατών στρατευμάτων με τις σάλπιγγες·
το Χουνίν είναι δύο άμαχοι πολίτες που κάθονται
ή ένας άνθρωπος περίεργος που είναι φυλακή και αργολειώνει.
.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου