RAFAEL ALBERTI
ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΕΘΥΜΗΘΗΚΑ
Φόρος τιμής στον Γουσταύο Αδόλφο Μπέκερ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Δεν
είχαν γενέθλια
ούτε το Ρόδον το εύοσμον ούτε ο Ραφαήλ αρχάγγελος.
Είταν όλα πριν το βέλασμα και πριν το κλάμα.
Καλά-καλά το φως τότε δεν ήξερε
αν η θάλασσα αγόρι θα γεννηθεί ή κορίτσι.
Ο άνεμος
ονειρευόταν πως θα χτενίζει κόμες,
η φωτιά θα πυρώνει γαρούφαλλα και θα φλογίζει μάγουλα
και το νερό ότι θα πίνει χείλη ατρέμητα.
Είταν όλα πριν το σώμα
και πριν το όνομα
και πριν τον χρόνο.
Τότε εγώ θυμάμαι ότι, κάποτε, στον ουρανό…
ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ
… ένα τσακισμένο κρίνο…
Πήγαινε
με παράστημα στοχαζόμενου κρίνου,
πουλί θά ’λεγες που ξέρει πως θα γεννηθεί οπωσδήποτε.
Κοίταζε το εαυτό της και δεν τον έβλεπε
σε μια σελήνη που το όνειρο την έκαμε καθρέφτη,
σε μια χιόνινη σιγή που της εφτέρωσε τα πόδια.
Είτανε πριν την άρπα,
πριν απ’ τη βροχή
και πριν από τα λόγια.
Ουκ
έγνω.
Μαθήτρια λευκή του αέρα,
έτρεμε με τ’ άστρα, με τ’ άνθη, με τα δέντρα.
Ο μίσχος της – ισχύς της και μόσχος της.
Με τα
δικά μου τ’ αστέρια εστερεώθηκε
που, εν πλήρει του αγνοία,
επήγαν να σκάψουν δυό λίμνες στα μάτια της
και την έπνιξαν σε δύο θάλασσες μέσα.
Θυμάμαι δε ότι…
Τίποτ’
άλλο δεν θυμάμαι: τη θυμάμαι
νεκρή, να ξεμακραίνει.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ
… παφλασμός φιλιών και φτερακίσματα…
Πιο
πριν ακόμα,
πολύ πιο μπροστά από τον ξεσηκωμό των ίσκιων,
πολύ πριν ακόμα πέσουν στον κόσμο φτερά φλεγόμενα
και το πουλί πνιγεί απ’ τον αγριόκρινο.
Πριν, πριν να με ρωτήσεις
τον αριθμό και την οδό του σώματός μου…
Μάλιστα πολύ πριν από το σώμα.
Στην εποχή της ψυχής.
Τότε που εξεκίναγε με σένα στ’ ουρανού το μέτωπο,
και δη δίχως διάδημα και στέμμα,
η πρώτη δυναστεία του όνειρου.
Τότε που εσύ, κοιτώντας με μέσα στο τίποτα,
επινόησες την ολόπρωτη λέξη.
Τότε δε και η συνάντησις ημών των δύο.
ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ
… πίσω απ’ τη βεντάγια με τα χρυσά φτερά…
Τα
βαλς τ’ ουρανού δεν είχαν έλθει εισέτι
εις γάμου κοινωνίαν με το γιασεμί και με το χιόνι,
ούτε οι αγέρηδες είχαν διανοηθεί
την πιθανή μουσική των μαλλιών σου,
αλλά ούτε και ο βασιλιάς είχε διατάξει
να θάβονται οι βιολέτες σε βιβλία.
Όχι.
Είταν η εποχή ακόμη οπού το χελιδόνι αποδημούσε
Χωρίς τ’ αρχικά μας κρεμασμένα στο ράμφος του.
Οι καμπανούλες και οι κισσοί
πεθαίναν δίχως ράχες μπαλκονιών ν’ αναρριχώνται
και δίχως πεφτάστερα.
Η εποχή είτανε
οπού δεν εφύτρωνε λουλούδι στον ώμο του πουλιού
να γείρεις το κεφάλι σου.
Τότε,
πίσω από τη βεντάγια σου, ανάτειλε,
θυμάμαι,
το πρώτο-πρώτο μας φεγγάρι.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου