ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ
ΙΝΩ
Ε 333 Ωστόσο η κόρη η λιγναστράγαλη του Κάδμου Ινώ τον είδε,
η Λευκοθέα που ήταν πρωτύτερα θνητή ανθρωπολαλούσα,
μα τώρα απ’ τους θεούς στα πέλαγα θεϊκές τιμές της λάχαν·
κι όπως τον είδε που παράδερνε, τον πόνεσε η καρδιά της,
κι ως φτερωτό νεροχελίδονο ξεπρόβαλε απ’ το κύμα,
κι έκατσε απάνω στην ξυλόδετη πλωτή και του μιλούσε:
«Ο Ποσειδώνας κακορίζικε, γιατί σου οχτρεύτη τόσο,
ο κοσμοσείστης, και με βάσανα σε τυραννάει περίσσια;
Δε θα σου δώσει ωστόσο θάνατο, τρανή κι ας είν’ η οργή του.
Μα ό,τι σου πω να κάνεις· άμυαλος δε μοιάζεις να ‘σαι αλήθεια·
γδύσου τα ρούχα αυτά, στους άνεμους παράτα την πλωτή σου
και κολυμπώντας με τα χέρια σου πολέμησε να φτάσεις
στη γη των Φαίακων, όπου σου ‘γραψεν η μοίρα να γλιτώσεις.
Να, πάρε τώρα το μαγνάδι μου, κάτω απ’ τα στήθια ζώσ’ το,
κι είναι ακατάλυτο· πια θάνατο δεν έχεις να φοβάσαι.
Μα σαν αγγίξεις με το χέρι σου στεριά, το λύνεις πάλε
απ’ το κορμί σου, και στο πέλαγο το ρίχνεις το κρασάτο
μακριά από τη στεριά, τα μάτια σου γυρνώντας απ’ την άλλη.»
Είπε η θεά, και το μαγνάδι της ως του ‘βαλε στο χέρι,
στην κυματούσα μέσα θάλασσα βουτάει ξανά, παρόμοια
Ε 353 νεροχελίδονο, και χώθηκε στο μαύρο κύμα μέσα.
Αλλά δε βούτηξε ως τ’ άπατα, στους κοραλλένιους κήπους·
τον Οδυσσέα παραμόνεψε απ’ τον αφρό πιο κάτω
μέχρι κι αυτός να πάρει απόφαση στη θάλασσα να πέσει.
Και γίνηκε νερένια, διάφανη, αόρατη στους πάντες.
Σ’ έτοιου θνητού την όψη πήρε ο νους στροφή μ’ ένα τσαλίμι.
Ε 354 Τότε ο Οδυσσέας ο πολυβάσανος να συλλογιέται πήρε,
και με βαριά καρδιά στην πέρφανη γυρνάει και λέει ψυχή του:
*
Ε 380 Είπε, και τ’ άτια τα ωριοχήτικα χτυπάει με το μαστίγι,
και στις Αιγές, στο πολυξάκουστο παλάτι του διαγέρνει.
Ωστόσο κι η Αθηνά στοχάζουνταν άλλες δουλειές να κάνει·
τις στράτες των ανέμων έδεσε των άλλων, και να κόψουν,
του γιου του Κρόνου η κόρη πρόσταξε και να πλαγιάσουν όλοι·
και το βοριά τρανό ξεσήκωσε, κι ομπρός το κύμα στρώνει,
ως που τους Φαίακες τους περίλαμπρους να σμίξει κουπολάτες
Ε 387 ο θείος Οδυσσέας, ξεφεύγοντας της μοίρας και του Χάρου.
Ποιος ξέρει αν η Παλλάδα ένιωσε κι ο μέγας κοσμοσείστης
του Οδυσσέα την ώρια σύμμαχο Ινώ, μέσα στο κύμα.
Μόλις ο ναυαγός απέλπιδος ρίχτη στο μαύρο πόντο
η αύρα της θεάς απλώθηκε γυρ’ από το μαγνάδι.
Απ’ το πλατύ το στέρνο ανέβηκε στους σθεναρούς τους ώμους
κι απ’ τον ταυρίσιο σβέρκο κύλησε παντού στ’ ωριό κεφάλι.
Όλο το σώμα το δυνάμωσε, πλάτες, γλουτούς, τις γάμπες
και το νερό που τον αγκάλιαζε ήταν η Λευκοθέα.
Γύρω απ’ τα πόδια του τινάζοταν ως τάχια κουρταλούσαν,
τα μπράτσα του ‘σφιγγε σα χούφτωναν το κύμα οι παλάμες.
Πλατάγιζ’ ο κορμός δεξά ζερβά μεσ’ του νερού τα βρόχια
τυλιγμένος, ο αφρός του ράπιζε τα μάγουλα, έγλυφε τ’ αυτιά
και το λαιμό του κι έμπαινε βαθιά μέσα στο στόμα.
Κρυφά γλεντούσε η θεά, πάλευε ο άντρας για να ζήσει.
Ίδια της θάλασσας η μάνητα με ‘κείνη του έρωτα,
κι οι δυο μπορούνε να σε πνίξουνε, στον πάτο να σε στείλουν.
Καμιά απ’ τις δυο δεν τον αφάνισε, έσβην’ η μια την άλλη.
Ε 388 Δυο νύχτες και δυο μέρες δέρνουνταν στο φουσκωμένο κύμα
και το χαμό η καρδιά του αντίκριζε κάθε στιγμή μπροστά του·
*
Ε 458 Μα ως πήρε ανάσα και στον τόπο της ήρθε η καρδιά του πάλε,
επήρε κι έλυσε από πάνω του το θείο κεφαλοπάνι,
και στο ποτάμι που κατέβαινε στη θάλασσα το αφήκε·
κύμα τρανό μεμιάς στο ρέμα του το πήρε, και το δέχτη
Ε 462 η Ινώ στα χέρια // της. Κι ορθώθηκε για μια φορά στο φλοίσβο
του γιαλού, στης θάλασσας την άχνη. Ποιος να ‘βλεπε νερένιο
σώμα, θεϊκό και να μην έχανε το νου και τη λαλιά του.
Δώρο στερνό να στείλει θέλησε, παντοτινό το χαίρε.
Μον’ ο αγέρας άκουσε το «γεια και χαρά σου αθάνατε
Ε 463 θνητέ Οδυσσέα.» // Εκείνος φεύγοντας απ’ το ποτάμι δίπλα
σε σκοίνο γέρνει, κι ανασπάστηκε τη γη την πολυθρόφα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου