ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ
Α 443 Κι εκείνος κάτω από το σκέπασμα το φλοκωτό οληνύχτα
το δρόμο που η θεά του ορμήνεψε στα φρένα εμελετούσε.
Α 445 Κι ας του αρέσανε τα λόγια της, είχε βουνό μπροστά του
ν’ ανεβεί. Τη σύναξη, πρόκριμα για την τιμή του άντρα
τελεσίδικο, σαν πολέμαρχος να την καλέσει ατός του
και στο λαό μπροστά τα πάθια του να πει. Ντροπή και δόξα,
εχθροί και φίλοι, όλα παίζονται. Πρώτη του, καίρια μάχη.
Ύστερα, τις γυναίκες του οίκου του, την ίδια του τη μάνα,
σε τάξη να τις βάλει. Λίγα ‘κει λόγια πρέπουν, μα ήθος
σωστό κι ακλόνητο. Κι αν έπρεπε στα φανερά να γίνουν
τα δυο τούτα, λαθραία τ’ άλλα δυο θα τέλευαν μονάχα.
Καράβι ν’ αρματώσει, πόλεμο ν’ ανοίξει στους μνηστήρες.
Τι σαν φανερωθεί το μίσος του στην αγορά, κι εκείνοι
θα τον μετρήσουνε γι αντίπαλο κι εμπόδια θα του φέρουν.
Ώσπου να βγουν τα όπλα κλέφτικη θα ‘ν’ η πατημασιά του.
Συντρόφους πρέπει να βρει, έμπιστους και γενναίους. Μόνος του
ένας, πολλά δεν αξιώνεται παρά να σεριανίζει,
τους άλλους να θωρεί κι απόμερα τους φθόγγους να ταιριάζει,
να κάμει ωδή για τους αγώνες τους. «Δεν πάει άλλο», είπε
βαθιά στα φρένα. «Το ξεκίνημα ταχιά θα γένει. Μέρα
δεν θα περάσει κι άλλη ράθυμα. Όσα γρίκησα πλέον
ας είναι αρκετά. Τα υπόλοιπα στη δράση θα τα μάθω.
Η ποίηση πρώτα τον ποιητή διδάσκει». Κι η αγρυπνιά του
πολληώρα βάσταγε. Η πίστη πως η γλαυκομάτα ήρθε
στο πλάι του οδηγός και σύμμαχος τράνευε τη θέληση,
ξεσήκωνε το νου του. Τώρα με πράξες διψούσε κύρος
στην πίστη ν’ αποδώσει. Άθιχτα μέναν τα βλέφαρά του
από τον ύπνο. Μα ως εκόντευε η Νύχτα να περάσει
το χάλκινο κατώφλι, σκέπασε με το μαύρο φτερό της
το κλινάρι του κι ο Τηλέμαχος μεμιάς αποκοιμήθη.
Κι είδ’ όνειρο πολύ παράξενο, σημαδιακό, π’ άφησε
για πάντα χαραγή στη μνήμη του, όσα χρόνια θα ζούσε.
Πως κολυμπούσε, λέει, στη θάλασσα, όχι σαν τους ανθρώπους
μα σαν τον δέλφινα, μια βούταγε και μια έξω πηδούσε
απ’ το νερό. Κι ήσαν τα χέρια του δεμένα στα πλευρά του
μα κι όλο το κορμί τ’ αρμόζανε σκοινιά που κατεβαίναν
από ‘ναν δίσκο π’ όλο γύρναγε πάνω, ψηλά στα ουράνια.
Κι ως κυλιντρούσε ο δίσκος, τράβαγαν τα σκοινιά, μπαινόβγαινε
στη θάλασσα το σώμα κι άνοιγε τη ρότα του. Σιωπηλά
χαιρόταν το νερό κι ούτ’ ένοιωθε σκλάβος μηδέ λεύτερος
και το ‘βλεπε ως να ‘ταν ατός του μαζί και ζωγραφιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου