STÉPHANE MALLARMÉ
ΟΡΑΜΑ
Θλιβόταν
η σελήνη. Σεραφείμ εδάκρυζαν, σε ωραίων
ονείρων
κήπο, το βιολί στων παναιθέριων ανθέων
την
κάλμα, και τα δάχτυλα από ετοιμοθάνατες βιολέτες
λευκούς
αντλούσανε λυγμούς, γλιστρώντας στων κανθών
τις
φέτες
–
ήταν του πρώτου-πρώτου σου φιλιού η μέρα η ευλογημένη.
Ο
ρεμβασμός μου –σε μαρτύρια να με βάζει να επιμένει–
μεθούσε
εκεί σοφά απ’ όσα αρώματα η θλίψη δίνει
χωρίς
καν λύπη, μήτε απογοήτευση, μα ωστόσο αφήνει
τον
θερισμό Ονείρου στην καρδιά που θέλει να το δρέψει.
Πλανιόμουν,
και τα μάτια στο παλιό πλακόστρωτο είχα
στρέψει,
όταν
εσύ, έχοντας τον ήλιο στα μαλλιά σου καρφιτσώσει,
το
απόβραδο, μειδιώσα μού εφανερώθηκες με τόση
χαρά,
που τη νεράιδα (είπα) είδα, μ’ ένα από φως καπέλο,
απ’
τους γλυκούς, τους παιδικούς μου να περνάει ύπνους.
Τούτο
θέλω
να
πω: ότι πάντα, ως πέρναγε, από τα μισάνοιχτά της χέρια
νιφάδες
χιόνιζε λευκά κι ευωδιαστά μπουκέτα αστέρια.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου