RAFAEL ALBERTI
ΤΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ
Όμως επί τέλους ήγγικεν ήμαρ, ήρθε η ώρα για τα φτυάρια
και τους κουβάδες.
Το φως δεν περίμενε πως οι στιγμές θα κατέρρεαν
γιατί παράσερνε κατά τη θάλασσα τη χθόνια νοσταλγία
των πνιγμένων.
Κανένας δεν περίμενε να ξημερώσουν σπάρτο οι ουρανοί,
να καταδιώκουν επάνω στους ανθρώπους οι άγγελοι άστρα
με πατίνα.
Τα ρούχα δεν περίμεναν τόσο νωρίς την αποδημία των σωμάτων.
Μέσ’ από χαραυγή πλωτή έφευγε των κλινών η ξηρότητα.
Λένε για τη βενζίνη,
για τις δηώσεις που προξενούν οι λησμονιές οι ανεξήγητες.
Στον ουρανό κυκλοφορούνε φήμες για την προδοσία του ρόδου.
Και σχολιάζω εγώ με την ψυχή μου το λαθρεμπόριο της πυρίτιδας,
στ’ αριστερά του πτώματος κάποιου αηδονιού που ήταν φίλος μου.
Μην πλησιάζετε.
Ποτέ σας δεν σκεφτήκατε πως ο ίσκιος σας στον ίσκιο θα επέστρεφε,
όταν θα λάβωνε μια σφαίρα περιστρόφου τη σιωπή μου.
Ήρθε, όμως, επί τέλους η στιγμή αυτή
σε νύχτα μεταμφιεσμένη που προσδοκά επιγραφή επιτύμβια.
Ο ζωντανός ασβέστης το βάθος είναι της προβολής των τεθνεώτων.
Σας έχω πει να μην πλησιάσετε.
Σας έχω ζητήσει να κρατήσετε λίγη απόσταση:
την ελάχιστη που χρειάζεται για να καταλάβετε ένα όνειρο,
ενώ μια βδελυγμία άσκοπη κάνει τ’ άνθη ν’ ανατινάζονται και
οι καλντέρες.
Παντρύφερη ήταν η σελήνη προ των συγκρούσεων
και συχνά-πυκνά κατέβαινε στους κλίβανους μέσ’ απ’ των εργοστασίων
ις καπνοδόχους.
Τώρα αποβιώνει βρόμικη σ’ έναν χάρτη απρόβλεπτον απ’ το πετρέλαιο
και την παραστέκει κάποιος άγγελος που της επιταχύνει απλώς
την αγωνία.
Άνθρωποι από τσίγκο, κατράμι και μολύβι την ξεχνάνε.
Άνθρωποι από ρετσίνι και πηλό ξεχνάνε
ότι τα καράβια και τα τρένα τους,
στα μάτια των πουλιών,
είναι ήδη στη μέση του κόσμου σαν μια κηλίδα λάδι
που τη ζώνουν και την ορίζουν σταυροί ολόγυρα.
Έχουν ξεχάσει.
Όπως κι εγώ, όπως και όλοι.
Και κανείς δεν περιμένει πια του εξπρές την άφιξη,
του φωτός την επίσημη επίσκεψη στις αναγκεμένες
θάλασσες,
των φωνών την ανάσταση μες στους αντίλαλους που
γίνονται ασβέστες.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου