JORGE LUIS BORGES
ΒΑΛΤΑΣΑΡ ΓΡΑΘΙΑΝ
Λαβύρινθοι και λογοπαίγνια και εμβλήματα
και ψιλοπράγματα ψυχρά και λεπτοδουλεμένα
η ποίηση γι’ αυτόν τον Ιησουίτη ήταν: φαγωμένα
τα πάντα (χώρια και μαζί) με στρατηγήματα.
Δεν είχε στην ψυχή του μουσική. Απλώς για χρόνια
βοτανολόγιο είχε μεταφορών, σοφιστευμάτων
επί ματαίω· κι ένα τυπικό των τεχνασμάτων
γι’ ανθρώπων, μα και υπερανθρώπων τέλεια καταφρόνια.
Δεν τον συγκίνησε η φωνή του Ομήρου· και ορισμένως
ούτε του Βιργιλίου, η από πλατίνα και φεγγάρι:
εξόριστον Οιδίποδα δεν είδε· ούτε η χάρη
του Ιησού που πέθανε στο ξύλο επάνω σταυρωμένος.
Στα φωτεινά άστρα της Ανατολής, τα τρισπανώρια,
μα που χλομιάζουν στις τεράστιες της αυγής τις φέξεις,
με βλάσφημες τούς βρήκε παρατσούκλι νά ’χουν λέξεις:
τα ονόμασε των ουρανίων λειβαδιών κοκόρια.
Από Θεού αγάπη ενόγαγε μονάχα τόσο –κρίνω– ό-
σο κι από την άλλη αγάπη, αυτήν που ζεματάει τα χείλη·
ωσπού τον άρπαξε ο Χλομός, για να τον ξαποστείλει,
μια νύχτα οπού ποιήσεις διάβαζε από τον Μαρίνο.
Τί απόγινε στο τέλος δεν το γράφει η Ιστορία·
αφέθηκε η σκόνη του, η μορφή του ως αγράφου
στην τύχη κάποιου αγνώστου, ρυπαρού, πανάθλιου τάφου –
και ιδού έτσι ο Γραθιάν περνάει στην αθανασία.
Τί νά ’χε, αλήθεια, νιώσει, σαν ευρέθη φάτσα-φάτσα
με τους Ουράνιους άπαντες και με τους Αρχετύπους;
Μπορεί και να έκλαψε και νά ’πε: Με ματαίους τύπους
ετράφηκα, με πλάνες, με σκιές – κι έφαγα στραπάτσα.
Και τί συνέβη, σαν ο ήλιος, το αμείλικτο το τέρας
της Αληθείας του Θεού, τού ’δειξε όλη τη φωτιά του;
Φως θεϊκό μπορεί να μπήκε μέσα στη ματιά του
και να τον τύφλωσε με δόξα που δεν έχει πέρας.
Κι έν’ άλλο τέλος ξέρω: Μες στ’ αποκυήματα
του νου ο Γραθιάν δεν είδε καν, δεν πρόσεξε το κλέος·
μες στο μυαλό του να δουλεύουν άφησε ματαίως
λαβύρινθους και λογοπαίγνια και εμβλήματα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου