RAFAEL ALBERTI
ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΗ
1. ΘΑΝΑΤΟΣ
Νά το, ένα παιδί, ένα παιδί μονάχο, που πήγαινε
να γίνει πέτρα νυχτερινή,
άγγελος αδιάφορος για κλίμακες χωρίς ουράνια…
Για δείτε. Συγκρατήστε το αίμα, τα μάτια.
Ορθό στα πόδια του, νά το, δίχως ζωή.
Όχι πνοή από φανάρι που πνέει τα λοίσθια
ούτε κιτρινίλα ασθμαίνουσα νύχτας με επιθανάτιο ρόγχο,
μα μόνο δύο σπίρτα ασάλευτα ηλεκτρικού εφιάλτη,
μπηγμένα στη σκόνη του πηλού, δικάζοντάς τον.
Το παιδί, αναλαμπή αδιέξοδη, πελιδνότητα αναπόδραστη,
κείτετ’ εδώ, τον εαυτό της δικάζει.
2. ΔΙΚΗ
Καρβουνίδι ηλεκτρόπληκτο, παιδικά μου χρόνια, στα πόδια μου
κείτεστε στάχτη τώρα, αποκαΐδια,
κούφιο καρβουνάκι, μαύρο, που το ξεκόλλησε ένας άγγελος,
που πήγαινε να γίνει πέτρα νυχτερινή,
Να γίνει όριο μεταξύ θανάτου και τίποτα.
Εσύ. Εγώ. Παιδί.
Κλονίζει ο άνεμος κοιλιά με κραυγές πριν απ’ τον κόσμο,
το φως αιφνιδιάζοντας στων νεογέννητων τα μάτια,
τον γαλαξία πετώντας σε χθόνια λαρύγγια μέσα.
Παιδί.
Κούνια από φλόγες, από Βορρά ίσαμε Νότο,
από ψυχρότητα κιμωλίας σαβανωμένης στους πάγους
έως και περιστεράς πυρετό που ψυχορραγεί σε κάποιου
κεριού τον χώρο,
κούνια από φλόγες, και κουνάει τα χαμόγελα, τα κλάματα.
Παιδιά.
Τα πρώτα λόγια, ανοιχτά στα μισοσκόταδα των ονείρων
όπου κανείς εκεί δεν υπάρχει,
στη σγουρή των δεξαμενών σιωπή ή στων κήπων τον αντίλαλο,
φαγωμένα από τη θάλασσα και κρυμμένα σήμερα σε δίχως
άνεμο λάκκο.
Πεθαμένα, σαν το πρώτο σου περπάτημα σε κάποιας σκάλας
την κρύα κόπωση.
Παιδί.
Τα λουλούδια, δίχως πόδια, για να ξεφεύγουν απ’ τους
άσπλαχνους αέρηδες,
σπιρουνίζουν ακατάπαυστα την ιπτάμενη καρδιά των πουλιών
και των χιονονιφάδων,
αφημαγμένα μέσα στην ανία τους με τετράδια όλο
και με μαυροπίνακες.
4 και 4 κάνει 18. Και ο Χ είναι Ψ, είναι Ω.
Σε μι’ αναστάτωση παραθαλάσσιων πόλεων χωρίς λυκόφωτα,
χαρτών συγκεχυμένων και ερήμων ανακατεμένων,
δώστε προσοχή σε κάτι μάτια που ρωτούν για τ’ ουρανού
τους παραπόταμους,
σε μνήμη που ξεστράτισε μεταξύ ονομάτων και ημερομηνιών.
Παιδί.
Χαμένο ανάμεσα σε εξισώσεις, τρίγωνα, τύπους και απόκρημνα
γαλάζια χρώματα,
ανάμεσα στο αιματηρό συμβάν, τα χαλάσματα και τα έκπτωτα
στέμματα,
όταν υπήρχαν χρυσοθήρες και επιθέσεις σε τράπεζες,
με το εσπερινό ερύθημα των μπαλκονιών,
φωνές αγγέλων σού ανάγγελναν της ψυχής σου την καθέλκυση
και την απώλεια.
Παιδί.
Και όπως στο βάθος των παλιρροιών κατέβαινες,
στις ληκύθους όπου ο υδράργυρος, ο μόλυβδος και ο σίδηρος
υποκρίνονταν τους ανθρώπους,
και ότι έχουν την τιμή να ζούνε,
αρπαγμένο από τη νύχτα το ρούχο σου έφευγε και άφηνε μόνο σου.
Παιδί.
Γυμνό, χωρίς τα εισιτήρια της αθωότητας που είχανε φύγει
στις τσέπες σου,
με γυρισμένη στην καρδιά σου ανάποδα και μόνη της
την πρώτη της καρέκλα,
δεν πίστεψες ούτε στην Αφροδίτη που γεννιότανε στον ανοιγμένο
διαβήτη των μπράτσων σου
ούτε στην πουπουλένια κλίμακα που απλώνεται από τ’ όνειρο
του Ιακώβ ίσαμε τ’ όνειρο του Ιουλίου Βερν.
Παιδί.
Στην κόλαση για να πας, δεν χρειάζεται ν’ αλλάξεις ούτε θέση
ούτε στάση.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου