RENÉ CHAR
Ο
ΣΟΡΓΑΣ
Άσμα για την
Υβόννη
Ποτάμι
που έφυγες γρήγορα, σχεδόν πιλάλα, δίχως σύντροφο,
Δώσε στα παιδιά της χώρας μου τώρα του πάθους σου την όψη.
Ποτάμι, όπου τελειώνει η αστραπή και αρχίζει εμένα το σπίτι μου,
Ποιός στα βήματα της λήθης πάνω κυλάει των συλλογισμών μου τα τράχαλα.
Δώσε στα παιδιά της χώρας μου τώρα του πάθους σου την όψη.
Ποτάμι, όπου τελειώνει η αστραπή και αρχίζει εμένα το σπίτι μου,
Ποιός στα βήματα της λήθης πάνω κυλάει των συλλογισμών μου τα τράχαλα.
Ποτάμι,
σε σένα η γη είναι ρίγος, ο ήλιος αγωνία.
Άσε τον κάθε φτωχό να φτιάχνει νυχτιάτικα ψωμί απ’ τη συγκομιδή σου.
Το ποτάμι πολλές φορές τιμωρείται – της εγκατάλειψης ποτάμι.
Ποτάμι γι’ αρχάριους που μαθαίνουν τί θα πεί ρόζοι στα χέρια,
Δεν υπάρχει άνεμος που να μη σκύβει μπρος στων αλετριών σου τα λοφία.
Άσε τον κάθε φτωχό να φτιάχνει νυχτιάτικα ψωμί απ’ τη συγκομιδή σου.
Το ποτάμι πολλές φορές τιμωρείται – της εγκατάλειψης ποτάμι.
Ποτάμι γι’ αρχάριους που μαθαίνουν τί θα πεί ρόζοι στα χέρια,
Δεν υπάρχει άνεμος που να μη σκύβει μπρος στων αλετριών σου τα λοφία.
Ποτάμι
της ολόαδειας ψυχής, των κουρελιών και της καχυποψίας,
Της δυστυχίας τής παλιάς που κομματιάζεται, των φιλυρών, του οίκτου.
Ποτάμι των απερίσκεπτων, των πυρεσσόντων, των ισοπεδωτών,
Του ήλιου το άροτρο έπεσε, να τακιμιάσει θέλει με τον ψεύτη.
Ποτάμι των καλυτέρων μας, ποτάμι των ομιχλών που εκκολάφθηκαν,
Της λάμπας που διασκεδάζει τ’ όποιο άγχος γύρω απ’ το καπέλο της.
Της δυστυχίας τής παλιάς που κομματιάζεται, των φιλυρών, του οίκτου.
Ποτάμι των απερίσκεπτων, των πυρεσσόντων, των ισοπεδωτών,
Του ήλιου το άροτρο έπεσε, να τακιμιάσει θέλει με τον ψεύτη.
Ποτάμι των καλυτέρων μας, ποτάμι των ομιχλών που εκκολάφθηκαν,
Της λάμπας που διασκεδάζει τ’ όποιο άγχος γύρω απ’ το καπέλο της.
Ποτάμι
που σέβεσαι τα όνειρα, ποτάμι που σκουριάζεις το σίδερο,
Και όπου τ’ αστέρια έχουν τον ίσκιο που αρνήθηκαν στη θάλασσα.
Ποτάμι των μεταβιβαζομένων δυνάμεων και της κραυγής που στα νερά μπουκάρει,
Του τυφώνα που δαγκώνει το αμπέλι, το νέο αναγγέλλοντας κρασί.
Ποτάμι που ποτέ δεν σού ’ρθε κόλπος μες σε τούτο τον τρελόκοσμο της φυλακής,
Φύλαξέ μας βίαιους πάντοτε και φίλους εσαεί των μελισσών του ορίζοντα.
Και όπου τ’ αστέρια έχουν τον ίσκιο που αρνήθηκαν στη θάλασσα.
Ποτάμι των μεταβιβαζομένων δυνάμεων και της κραυγής που στα νερά μπουκάρει,
Του τυφώνα που δαγκώνει το αμπέλι, το νέο αναγγέλλοντας κρασί.
Ποτάμι που ποτέ δεν σού ’ρθε κόλπος μες σε τούτο τον τρελόκοσμο της φυλακής,
Φύλαξέ μας βίαιους πάντοτε και φίλους εσαεί των μελισσών του ορίζοντα.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου