RENÉ
CHAR
ΕΓΚΩΜΙΟ
ΚΑΙ ΣΙΤΩΔΙΑ
Γυναίκα, που
ταιριάζεις με του ποιητή το στόμα, ετούτος ’δώ ο χείμαρρος με τις γαλήνιες
προσχώσεις, που του εδίδαξε την τρυφερότητα όσων ψηλών τοιχωμάτων στιλβώθηκαν
απ’ τ’ όνομά σου (εκτάρια στο Παρίσι, εντόσθια του κάλλους, η φωτιά μου ν’ ανεβαίνει
κάτω απ’ της επωδής σου την εσθήτα), τότε ήτανε ακόμα σπόρος και μάλιστα αιχμάλωτος
κάποιου λύκου ανήσυχου. Γυναίκα, που κοιμάσαι στων ανθέων τη γύρη, απόθεσε απαλά-απαλά
στην υπερηφάνειά του επάνω τον παγετό σου με την απεριόριστη εμμεσότητα έτσι, ώστε
να παραμείνει μέχρι την ώρα της ερείκης των οστών ο άνθρωπος που, για να σε
λατρεύει καλύτερα, πισωπατούσε επ’ αόριστον κι έμπηγε εντός σου τη σάλπιγγα της
γέννησης, την πυγμή του πόνου του, της νίκης του τον ορίζοντα.
(Νύχτωνε· συνωστισμός κάτω από τη μεγάλη βελανιδιά των
δακρύων. Το τριζόνι ετραγουδούσε. Πώς ήξερε, από μόνο του, πως η γη δεν επρόκειτο
να πεθάνει;… ότι εμείς, τα παιδιά τα ασαφή και τα αφασικά, επρόκειτο να
μιλήσουμε σύντομα;)
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου