BERTOLT BRECHT
ΤΕΣΣΕΡΑ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ
Ι
Τη μέρα που σε γέννησα, τ’ αδέρφια σου πεινάγαν
δεν είχα σούπα να τους δώσω, κι έκλαιγαν συνέχεια.
Τη μέρα που σε γέννησα, μας έκοψαν το γκάζι·
Με φως σβηστό σ’ εδέχτη ο κόσμος μέσα στην ανέχεια.
Εννιά μες στην κοιλιά μου εγώ σε κουβαλούσα μήνες.
Με τον πατέρα σου μιλούσα – λέγαμε πώς νά ’σαι;
Για τους γιατρούς δεν είχαμε ούτε τσακιστή δεκάρα.
Ψωμί σού φέρνω (μού ’λεγε), ξανά πατάτες βράσε.
Τις μέρες που γκαστρώθηκα, είχαμε (θυμάμαι) θάψει
τη ζωή μας, κι είταν οι ελπίδες για δουλειά φευγάτες.
Ο Μαρξ κι ο Λένιν μοναχά μας έλεγαν με γνώση
πως είν’ για μας το μέλλον κρατημένο: τους εργάτες.
ΙΙ
Μες στην κοιλιά μου, τότε που σε κουβαλούσα,
καλό δεν είταν τίποτα παντού τριγύρω·
και το μωρό μου το κακόμοιρο που θά ’ρθει
σε κόσμον άσκημο να βγει τράβηξε κλήρο.
Απόφαση πως μόνη θα νοιαστώ επήρα,
προτού το φως να ιδεί, αυτός νά ’ναι σαΐνι.
Αυτός, που μέσα μου κουβάλαγα, ας φροντίσει
Καλύτερος ο κόσμος πια για μας να γίνει.
Τα κάρβουνα βουνά έβλεπα μεγάλα νά ’ναι
στις μάντρες κι έλεγα: «Τα δάκρυα μη σε πιάνουν!»
Αυτός, που μέσα μου κουβάλαγα, ας φροντίσει
και κάρβουνα να
βγει να βρει να τον ζεστάνουν.
Τα μάτια μου καρβέλια τρώγαν στη βιτρίνα,
Μα ψίχουλο δεν έβρισκαν οι πεινασμένοι.
Αυτός, που μέσα μου κουβάλαγα, ας φροντίσει
και αυτός νά ’χει
ψωμί και γι’ αλλουνούς να μένει.
Και τον πατέρα του στον πόλεμο τού πήραν·
και πήγε εκεί, μα δίχως να γυρίσει πίσω.
Αυτός, που μέσα μου κουβάλαγα, ας φροντίσει
μην του συμβεί κι αυτόνε να νεκροφιλήσω.
Μες στην κοιλιά μου τότε που σε κουβαλούσα,
σιγόλεγα από μέσα μου και πώς να μοιάζεις;
Εσύ, που εντός μου σε κουβάλησα, δεν πρέπει...
εσύ... ποτέ δεν πρέπει φρένο εσύ να βάζεις!
III
Σε κουβαλούσα στην κοιλιά και γύρω μου όλμοι
επέφταν, κι είταν πόλεμος, μάχη μεγάλη.
Να σε συλλάβω μού ’παν άλογη είναι τόλμη.
Το θάρρος όμως μού ’λεγε πού θα με βγάλει.
Ο Μόλτκε και ο Μπλύχερ, στρατηγοί βαρβάτοι,
στη νίκη δεν εφτάσανε ποτέ, παιδί μου,
εκεί, όπου κάτι πάνες πρόχειρες και κάτι
φασκιές, είν’ νίκη θριαμβευτική δική μου.
Με γάλα και ψωμί καλύτερα μας βλέπει
η νίκη· το ζεστό δωμάτιο είναι μάχη
που εκερδήθη· κι ίσαμ’ να μεγαλώσεις πρέπει
νυχτοήμερα να μάχομαι για το στομάχι.
Το νά ’βρω εγώ ένα ψίχουλο ψωμί για σένα
θα πει να κάνω απεργίες κάθε τόσο·
θα πει να βγω μπροστά στα τεθωρακισμένα·
θα πει τους στρατηγούς τους να κατατροπώσω.
Μικρούλι μου μωρό, μ’ εσέ και τη ζωή σου
εκέρδισα μια μάχη που καμμιά της ίση
δεν έχει· κι έπειτα ενίκησα μαζί σου
κι εκείνον που μας έχει τελικά νικήσει.
IV
Αχ, γιέ μου, αχ! Ό,τι κι αν γενείς, το ρόπαλό τους
απάνω απ’ το κεφάλι σου θά ’ναι σηκωμένο·
για σένα η γης είναι τάφος, που για το καλό τους
εκείνοι απέναντι σ’ τον έχουνε ανοιγμένο.
Γιε μου, άκουσε τη μάνα σου – άκου τη μιλιά μου:
φριχτή πανούκλα αντίς ζωή σε περιμένει.
Μα εγώ δεν σε κουβάλαγα μες στην κοιλιά μου,
τροφή για νά ’χει το κακό εξασφαλισμένη.
Υπάρχει ό,τι δεν
έχεις – δεν έχάθηκε, όχι!
Αν δεν σ’ τα δίνουνε, ναν τους τα πάρεις μύρια!
Εγώ δεν σ’ έφερα στου κόσμου αυτή την κόχη
τις νύχτες να κοιμάσαι κάτω από γεφύρια.
Ξεχωριστή μπορεί και να μην είσαι πάστα.
Λεφτά δεν έχω, μήτε προσευχές. Μα βίδες
οι ελπίδες μου όλες γίνανε, αν ποτέ πιεις: «Άσ’ τα!»,
για να γενείς γραφιάς με κόλλες και σφραγίδες.
Τις νύχτες ξαγρυπνώ σιμά σου ώρα την ώρα·
Σε νιώθω: σφίγγεις τη μικρή γροθιά σου. Φά’ τους!
Για πόλεμο σε λογαριάζω απ’ τα τώρα –
ποτέ μην καταπιείς τα σκατοψέματά τους!
Η μάνα σου ποτέ δεν σ’ έχει κοροϊδέψει·
ξεχωριστός δεν σού ’πε κάτι να περνιέσαι·
αλλά ούτε και με καμμιάν έγνοια σ’ έχει θρέψει,
σε σύρματα –νερό ζητώντας– να κρεμιέσαι.
Με τους συντρόφους σου (αχ, να γλυκαθούν μου οι πόνοι!)
τη δύναμη εκεινών να τήνε κάν’τε σκόνη!
Εσύ, γιέ μου, κι εγώ και όλοι οι όμοιοί μας
αντάμα νά ’μαστε για πάντα στη γραμμή μας,
για νά ’ν’ όλοι οι άνθρωποι ίσοι που η γης σηκώνει!
Μετάφραση: Γιώργος
Κεντρωτής.
*****************************
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η KATHE KÜHL: ALS ICH DICH GEBAR
Μουσική: Hanns
Eisler
Όντως ''ΜΕΓΑΣ''
ΑπάντησηΔιαγραφήA.Mπαξεβάνη
@ A.Mπαξεβάνη: "Μέγας" με την έννοια του... "τρισμέγιστος"!
ΑπάντησηΔιαγραφή