ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
[ΕΠΡΟΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΑΡΕΤΗ...]
Επρόδωσαν την αρετή κι ήρθαν οι έσχατοι πρώτοι.
Με χρήμα παίρνεται, η καρδιά κι αποτιμάται ο φίλος.
Αν άλλοτε αντιφέγγιζε στο νου, στα μάτια, σ’ ό,τι,
είναι ή ζωή πια σκοτεινή κι ανέφικτη σα θρύλος,
είναι πικρία στο χείλος.
Νύχτα βαθιά. Με πνεύμα οργής έσπρωξα το κρεβάτι.
Άνοιξα τις αραχνιασμένες κάμαρες. Καμία
ελπίς. Άπ' το παράθυρο, του τελευταίου διαβάτη
είδα τη σκιά. Κι εφώναξα στριγκά στην ησυχία:
«Δυστυχία!»
Η φριχτή λέξη με φωτιά στον ουρανόν εγράφη.
Δέντρα τη δαχτυλοδειχτούν, αστέρια την κοιτούνε,
επιγραφή την έχουνε τα σπίτια κι είναι τάφοι,
ακόμη θα την άκουσαν οι σκύλοι κι αλυχτούνε.
Οι άνθρωποι δεν ακούνε;
Εξαιρετικό ποίημα, εξαιρετικός Καρυωτάκης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντα επίκαιρος. Σα να μην πέρασε μια μέρα. Εκτός από την εποχή του, έβλεπε και στο μέλλον(;)
ΑΓΓΕΛΙΚΗ
@ ΑΓΓΕΛΙΚΗ: Καλημέρα. Είναι κι εμένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι. Δεν ακούν οι άνθρωποι, το ξέρουμε από τότε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάνουνε το κουμάντο τους και πεθυμούν το ψέμα·
λένε: αν σκέφτεστε, κι εσείς θα βρείτε για να τρώτε.
Η σκέψη τους είναι πληγή, η δυστυχία τους στέμμα·
σε προκαλούν: πολέμα!