Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2008

Η ΠΡΑΓΑ ΜΕ ΔΑΧΤΥΛΑ ΒΡΟΧΗΣ - ΒΙΤΙΕΣΛΑΒ ΝΕΖΒΑΛ & ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ

VÍTĚZSLAV NEZVAL (1900-1958)


Η ΠΡΑΓΑ ΜΕ ΔΑΧΤΥΛΑ ΒΡΟΧΗΣ


Σε τίποτα δε βρίσκεται τούτο
Σε τίποτα που να μπορεί να ερμηνευτεί απ’ την ομορφιά
    ή απ’ το ύφος
Δεν είναι τούτο η πόλη Πράσια ούτε η πλατεία Σταρομέτσκε
    ούτε η γέφυρα Καρόλου ούτε η παλιά ούτε η νέα Πράγα
Δε βρίσκεται τούτο σε τίποτα που να μπορεί να κατεδαφιστεί
Δε βρίσκεται τούτο σε τίποτα που να μπορεί να οικοδομηθεί
Δε βρίσκεται τούτο στους θρύλους σου
    μήτε στην ομορφιά σου Πράγα
Στο ότι είσαι μοναδική στον κόσμο και στο ότι δεν αλλάζεις
    ούτε καν κι αν σε γκρεμίσουν
Η ποίησή σου είναι σύνθετη κ’ εγώ αυτήν προσεχτικά μαντεύω
Όπως λατρεύουμε των λατρεμένων γυναικών τις σκέψεις
Δεν είναι δυνατόν κανένας να σε περιγράψει, να σε ζωγραφίσει
    και να βάλει μπροστά σου τον καθρέφτη
Δεν θα σε γνώριζα έτσι εσύ η ίδια δε θα γνώριζες τον εαυτό σου
Δε βρίσκεται τούτο σε τίποτα
Σε τίποτα που να μπορεί με γλώσσα ελαφροσάλευτη
    να μιληθεί είτε οδηγός τουριστικός να το γράψει
Βρίσκεται αυτό στην ύπαρξή σου ολόκληρη
    στη μυστικοπαθή της τάξη
Στο πώς καθίζει ένα πουλί στο μέτωπό σου
Στο πώς φωνάζει το παιδί τη μητέρα του
    καθώς περνούν δίπλα σ’ ένα άγαλμα μπαρόκ
Στο πώς περνάει ο ποδηλατιστής
    όταν κάπου τραγουδούν μια μπαλάντα
Στο πώς μυρίζουνε τα τραμ
    όταν χτυπούν τα καμπανάκια του ναού Λορέτα
Στο πώς μετριέται η άσκημη κομψότητα με των αποθηκών σου
    και με των εκκλησιών σου τα παράθυρα
Στο πώς είναι εύγευστα στις κάβες τα λουκάνικα
    απ’ την εποχή του τριακονταετούς πολέμου
Στο πώς είναι ένθερμη η τσέχικη γλώσσα
    σε μιαν έρημη πλατεία
Στο πώς σου αρνιόμαστε το κόστος
    μες στα καταστήματα των δίσκων γραμμοφώνου
Στο πώς είσαι νεκρή στις καρτ-ποστάλ
    όταν χτυπάει την πόρτα ο ταχυδρόμος
Στο πώς παίρνουν τα μέτρα των χοντρών κυριών
    που έχουνε των οδών σου ονόματα
Στο πώς σπιθίζει το ζαμπόν
    όταν πίσω από το Πέτρσιν δύει ο ήλιος
Είμαι ένας απ’ αυτούς τους άντρες κι απ’ αυτές τις γυναίκες
    που αγαπούν και που με αηδιάζουν
Είμαι καλύτερος μόνο σ’ αυτό
    στο ότι δεν θέλω τίποτα
    και στο ότι κάποτε μιλώ με ειλικρίνεια
Και στο ότι πάσχω από πάθος ατέλειωτο που το ζητάω σε σένα
Κόρη του σημερνού απογεύματος
    και των πολύ απομακρυσμένων αιώνων
Τίποτε δε ζητώ σα νά ’μουνα μονάχα γλώσσα
Δική σου γλώσσα το δικό σου ακορντεόν το εγκαταλελειμμένο
Είμαι η γλώσσα των σημάντρων σου αλλά και της βροχής σου
Είμαι η γλώσσα των σταφυλιών σου
    αλλά και των υπνωτηρίων σου
Είμαι η γλώσσα των στεγνών καλογριών σου
    αλλά και των σωφέρ σου
Είμαι η γλώσσα του κομπασμού σου
    αλλά και της μελαγχολίας σου
Είμαι η γλώσσα των κολυμβητικών αγώνων σου
    αλλά και των δημοτικών σχολείων σου
Είμαι η γλώσσα των γκαρσονιών σου
    αλλά και της γρίππης σου
Είμαι η γλώσσα των ρόδων σου
    αλλά και των αλλαντοπωλείων σου
Είμαι η γλώσσα των πλεκτών καρεκλών σου
    αλλά και των γάμων σου
Είμαι η γλώσσα του χορταριού σου
    αλλά και των ρολογιών σου
Είμαι η γλώσσα των αυτόματων εστιατορίων σου
    αλλά και των διδασκαλισσών σου του πιάνου
Είμαι η γλώσσα της κυριακάτικης ανίας σου
    αλλά και των υδροφραγμάτων σου
Είμαι η γλώσσα των πυροσβεστικών σου κόρνων
    αλλά και των θρύλων σου
Είμαι μονάχα η αναστημένη γλώσσα σου
Τί αποχαιρετισμός
Όταν γυρεύω να σ’ ακούω ατέλειωτα
    και μέσα στ’ όνειρό μου ακόμη
Να μου παρασταθείς έτσι όπως πια εκατό φορές σε ξέρω
    κι όπως δε σε γνώρισα ως τα τώρα
Να μου παρασταθείς έτσι όπως θά ’θελα να σε γνωρίσω
Κληροδοτώ στην επερχόμενη γενιά λίγη απ’ την πείρα μου
    και τους μεγάλους στεναγμούς μου
Επάνω στο ασυμπλήρωτο τραγούδι
Που όλο με ξυπνάει και που με νανουρίζει
Θυμηθείτε με
Ότι έζησα και ότι περπάτησα στην Πράγα
Ότι σπούδασα να την αγαπώ διαφορετικά
    απ’ ό,τι την αγάπησαν ώς τώρα
Ότι σπούδασα να την αγαπώ με λεύτερη καρδιά λεύτερου άντρα
    λεύτερων ονείρων και πόθων
Ότι σπούδασα να την αγαπώ σαν ύπαρξη
    που ανήκει στο μέλλον
Ότι σπούδασα να την αγαπώ
    όπως κανείς δεν την αγάπησε ώς τώρα
Σα γιός της και σαν ξένος
Κλαίγε και γέλα χτύπησε όλες τις καμπάνες σου
Όπως προσπάθησα εγώ να χτυπήσω
    τις καμπάνες όλες της μνήμης μου
Γιατί ο καιρός κυλάει
    κ’ εγώ πολλά για σένα ακόμα θά ’θελα να πω
Κυλάει ο καιρός κ’ εγώ για σένα ώς τώρα λίγα είπα
Κυλάει καιρός σα χελιδόνι
    ανάβοντας τα παλιά αστέρια πάνω από την Πράγα.



Από την ποιητική συλλογή: Matka naděje (Η Μάνα Ελπίδα), 1938.
Τίτλος πρωτοτύπου: Praha s prsty deště.
Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος.
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων Ποιητών», Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1966, σελ.80-82.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου