Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008

ΕΝΑΣ ΠΟΝΟΣ ΒΑΘΥΣ


GEORG TRAKL


GRODEK


Am Abend tönen die herbstlichen Wälder
Von tödlichen Waffen, die goldnen Ebenen
Und blauen Seen, darüber die Sonne
Düstrer hinrollt; umfängt die Nacht
Sterbende Krieger, die wilde Klage
Ihrer zerbrochenen Münder.
Doch stille sammelt im Weidengrund
Rotes Gewölk, darin ein zürnender Gott wohnt
Das vergoßne Blut sich, mondne Kühle;
Alle Straßen münden in schwarze Verwesung.
Unter goldnem Gezweig der Nacht und Sternen
Es schwankt der Schwester Schatten durch den schweigenden Hain,
Zu grüßen die Geister der Helden, die blutenden Häupter;
Und leise tönen im Rohr die dunkeln Flöten des Herbstes.
O stolzere Trauer! ihr ehernen Altäre
Die heiße Flamme des Geistes nährt heute ein gewaltiger Schmerz,
Die ungebornen Enkel.



**********


ΓΚΡΟΝΤΕΚ


Το βράδυ αντηχούν στου φθινοπώρου τα δάση κλαγγές
από όπλα θανάτου, στις γαλάζιες τις λίμνες,
στις χρυσές πεδιάδες, ο ήλιος επάνω τους
κυλάει σκοτεινός· σφίγγει η νύχτα στον κόλπο της
μαχητές που πεθαίνουν, τον άγριο θρήνο
των σπασμένων χειλιών τους.
Νέφος κόκκινο αμίλητο βρέχει το χώμα
το χυμένο το αίμα, φεγγάρι ψυχρό ―
μέσα του οικεί ένας οργίλος Θεός·
όλοι οι δρόμοι εκβάλλουν στο μελάνι της σήψης.
Κάτω απ' της νύχτας τα χρυσά κλαδιά και τ' αστέρια
της νοσοκόμας ο ίσκιος σαλεύει σ’ ένα άλσος βουβό
χαιρετώντας πνεύματα ηρώων, κεφαλές ματωμένες·
στην καλαμιά ηχούν σιγανά του φθινοπώρου οι μαύροι αυλοί.
Ω υπερήφανο πένθος! εσείς σιδερένιοι βωμοί,
την καυτή φλόγα του πνεύματος τρέφει απόψε ένας
πόνος βαθύς,    
τ' αγέννητα εγγόνια.

1914



Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης.

1 σχόλιο:

  1. Afhnw mia allh ekdoxh apo to vivlio To oneiro tou Kakou se metafrah M.Papantwnopoulou.


    Γκρόντεκ (2ο Σχεδίασμα)

    Το βράδυ αντηχούν τα φθινοπωρινά δάση
    από όπλα φονικά, οι χρυσές πεδιάδες
    και οι γαλάζιες λίμνες, που πάνω τους ο ήλιος
    σκοτεινότερος κυλάει· νύχτα αγκαλιάζει
    πολεμιστές που ξεψυχούν, τον άγριο θρήνο
    κομματιασμένων στομάτων.
    Γαλήνια όμως μαζεύεται στη ρίζα της ιτιάς
    κόκκινο σύννεφο, που μέσα του μαινόμενος Θεός
    κατοικεί το χυμένο αίμα· ψύχος σεληνιακό·
    όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε μαύρη σήψη.
    Από το σιωπηλό άλσος πηγαίνει η σκιά της αδελφής
    τρεκλίζοντας, κάτω από τ’ άστρα και της νύχτας το χρυσό κλαδί,
    να χαιρετήσει πνεύματα ηρώων κι αιμόφυρτα κεφάλια·
    φλογέρες σκοτεινές του φθινοπώρου σιγά αντηχούν μες στα καλάμια.
    Ω πένθος πιο περήφανο! χάλκινοι εσείς βωμοί,
    την καυτή φλόγα του πνεύματος σήμερα τρέφει ένας οξύς πόνος:
    οι αγέννητοι εγγονοί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή