ΓΙΑΝΝΗΣ
ΡΙΤΣΟΣ
ΜΟΝΟΣ
ΜΕ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥ
Όλη
τη νύχτα κάλπαζε μονάχος, αγριεμένος, σπιρουνίζοντας
αλύπητα
τα πλευρά του αλόγου του. Τον περίμεναν, λέει, το δίχως άλλο,
είταν μεγάλη ανάγκη. Σαν έφτασε με τα χαράματα,
κανείς δεν τον περίμενε, κανείς δεν είταν. Κοίταξε ολόγυρα.
Έρημα σπίτια, κλειδωμένα. Κοιμόνταν.
Άκουσε πλάι του τ’ άλογό του που λαχάνιαζε –
αφροί στο στόμα του, πληγές στα πλευρά του, γδαρμένη κ’ η
τα πλευρά του αλόγου του. Τον περίμεναν, λέει, το δίχως άλλο,
είταν μεγάλη ανάγκη. Σαν έφτασε με τα χαράματα,
κανείς δεν τον περίμενε, κανείς δεν είταν. Κοίταξε ολόγυρα.
Έρημα σπίτια, κλειδωμένα. Κοιμόνταν.
Άκουσε πλάι του τ’ άλογό του που λαχάνιαζε –
αφροί στο στόμα του, πληγές στα πλευρά του, γδαρμένη κ’ η
ράχη
του.
Αγκάλιασε το λαιμό του αλόγου του κι άρχισε να κλαίει.
Τα μάτια του αλόγου, μεγάλα, σκοτεινά, ετοιμοθάνατα,
είταν δυο πύργοι δικοί του, μακρινοί, σ’ ένα τοπίο που έβρεχε.
Αγκάλιασε το λαιμό του αλόγου του κι άρχισε να κλαίει.
Τα μάτια του αλόγου, μεγάλα, σκοτεινά, ετοιμοθάνατα,
είταν δυο πύργοι δικοί του, μακρινοί, σ’ ένα τοπίο που έβρεχε.
Από
το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Μαρτυρίες, σειρά πρώτη», 7η έκδοση, Εκδόσεις
Κέδρος, Αθήνα 1977, σελ. 87.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου