ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΣΙΩΠΗΛΟ ΕΓΚΩΜΙΟ
(Στα
75χρονα του Αραγκόν)
Αυτός με μιά κόμη από άσπρη φωτιά, με την ακραία κομψότητα
του αρνούμενου,
με τις πολύτιμες αντανακλάσεις φωταγωγημένων αεροδρομίων
σε κάθε νύχι του χεριού του – Πού πας έτσι μόνος – είπε ο
άλλος –
σε τούτη την ατέλειωτη όχθη, κάτω απ’ τους σταυρούς
ξεγυμνωμένων δέντρων,
πλάι στο μαύρο ποτάμι, προσεχτικός, απρόσεχτος, ταΐζοντας με
μεγάλα διαμάντια
βιαστικά, ανυποψίαστα ψάρια; – εσύ που έσμιξες όλα τ’
αντίθετα
στον έναν ρυθμό. Πού πας, λοιπόν,
έτσι μονάχος, παρασημοφορημένος, μες στη θλίψη μακρινών
επευφημιών; Το ξέρω
μέσα στην τσέπη του
καινούργιου βελούδινου σακακιού σου
(γι’ αυτό πιο
λυπημένου)
κρατάς κρυμμένο όχι το μέτρο του αρχαίου Ξυλουργού, αλλά το
ένα
ατσάλινο πτυσσόμενο φτερό του. Το δεύτερο δεν κρύβεται· αυτό
σου σκιάζει τα δύο τρίτα του προσώπου σου και το μαβί
πουκάμισό σου
κάτω απ’ τους προβολείς της αγέρωχης νύχτας. Απ’ τον ίσκιο
αυτού ακριβώς του φτερού σ’ αναγνωρίζουν τ’ αγάλματα, οι
ποιητές, οι φοιτητές, η επανάσταση κι εγώ. Όμως εγώ
καλύτερα απ’ όλους σε γνωρίζω, απ’ το πρώτο, πτυσσόμενο,
το κρυμμένο φτερό.
Αθήνα,
27.Χ.72
Από την ποιητική συλλογή: «Γραφή τυφλού» (1972).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα, 1972-1974», τ.
ΙΑ΄, Κέδρος, Αθήνα 1993, σελ. 88.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου