Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

ΕΣΘΗΤΕΣ ΠΡΑΣΙΝΕΣ Ή ΠΟΡΦΥΡΕΣ Ή ΜΩΒ Ή ΜΑΥΡΕΣ





PETRARCA



ΕΣΘΗΤΕΣ ΠΡΑΣΙΝΕΣ Ή ΠΟΡΦΥΡΕΣ Ή ΜΩΒ Ή ΜΑΥΡΕΣ

Εσθήτες πράσινες ή πορφυρές ή μωβ ή μαύρες
ποτέ (ποτέ!) δεν έντυσαν γυναίκα
που αρέσκεται να πλέκει κότσο την ξανθή της κόμη,
και νά ’ν’ πανέμορφη κι αυτή σαν τούτη που μου παίρνει
την κρίση απ’ το μυαλό μου και άβουλον με βγάζει έξω
απ’ της ελευθερίας την οδό – και τώρα θέλω
ν’ αντέχω μόνο τον βαρύ ζυγό της.

Καμμιά φορά συμβαίνει να σηκώνεται η ψυχή μου,
να διαμαρτύρεται – μα, φευ, σου φεύγει
η γνώση, αν είσαι από τα βάσανά σου απελπισμένος;
την αχαλίνωτή μου θέληση συχνά την κόβει
μονάχα μ’ ένα βλέμμα της που ρίχνει και μου διώχνει
απ’ τα σωκάρδια τις μανίες μου όλες, κι έτσι σβήνει
κάθε έγνοια που ’χω, απλώς και βλέποντάς την.

Για όσα μ’ έχει κάνει ο Έρωτας να υποφέρω
(και με γαλήνη τα τραβάω ακόμα)
ώς νά ’ρθει Εκείνη να μου γιάνει την καρδιά, αν και πάντα
επιθυμεί να την πληγώνει, δίχως ίχνος σπλάχνους,
θα λάβω ανταμοιβή! Ποτέ δεν κόντραραν τον οίκτο
η οργή και η περηφάνια, τάχα θέλοντας να κλείσουν
τις στράτες, τις οδούς που εκεί σε βγάζουν.

Αλλά η ώρα και η στιγμή και η μέρα, που είδα εγώ τα φώτα
μες στο άσπρο και στο μαύρο των ματιών της,
ορίσανε τους λόγους που ο Έρως μ’ έχει εξαναγκάσει
να πάω να ριζώσω στη σκληρή ζωή του πόνου
για χάρη Εκείνης που ίνδαλμα ανεδείχθη των καιρών μας
και οι πάντες τη θαυμάζουν. Δέος, αν τη δεις, σε πιάνει –
εκτός και αν είσαι από μολύβι ή ξύλο.

Κανένα δάκρυ απ’ όσα τα δικά μου μάτια χύνουν
(οι σαϊτιές στ’ αριστερό πλευρό μου
ποτίζουν τη φτωχή καρδιά μου με δικό της αίμα) –
κανένα, λέω, δάκρυ δεν μου αμαύρωσε τον πόθο.
Ιδού, το δίκαιο λάμπει εδώ της ετυμηγορίας:
από δικό της φταίξιμο δεινοπαθεί η ψυχή μου
και μόνη της ας κλείσει τις πληγές της.

Εντός μου αντιπαλεύουν στοχασμοί και μαύρες σκέψεις:
με πόνο επήρε η Διδώ στο χέρι
του Αινεία το σπαθί και τό ’στρεψε στον εαυτό της.
Κι αν τό ’γραψα, παρακαλώ συγχώρηση απ’ τον Κύριο,
μα δρόμοι άλλοι δεν υπάρχουν ίσιοι να τους πάρεις
και στου Παράδεισου την πύλη να βρεθείς – αυτό ’ναι
το πιο ασφαλές για την Εδέμ καράβι.

Σας μακαρίζω, αστέρια εσάς, που είδατε από πάνω
σαν σύντροφοι καλοί τη γέννησή της:
απ’ την κοιλιά της μάνας της πώς βγήκε και ήρθε Εκείνη
στον κόσμο εδώ, και είν’ άστρο επί της γης, και σαν τη δάφνη
το πράσινο και αειθαλές τής αρετής κρατάει
βραβείο άβλαβο: δεν τη χτυπάει ο κεραυνός και δεν τη
δέρνει ο άνεμος, να σπάσει ή να λυγίσει.

Δεν μου διαφεύγει διόλου πως με στίχους, όπως κλείνω
τον έπαινό της, ίσως κουραζόταν
στο διάβασμά τους και ο πιο δεινός της λύρας μύστης.
Τί χώρο πρέπει να διαθέτει η μνήμη για να σώσει
μαζί της αρετής το σέμνωμα και των ματιών της
το κάλλος το ανέσπερο;: σημάδι της αξίας της,
κλειδί που ξεκλειδώνει την καρδιά μου!

Ω Δόννα, εσύ είσαι ο πλούτος του ουρανοδρόμου ήλιου
και όντως συ ό,τι πιο πολύτιμο έχει!



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.




*****************************


VERDI PANNI, SANGUINI, OSCURI O PERSI

Verdi panni, sanguigni, oscuri o persi
non vestí donna unquancho
né d’òr capelli in bionda treccia attorse,
sí bella com’è questa che mi spoglia
darbitrio, et dal camin de libertade
seco mi tira, sí chio non sostegno
alcun giogo men grave.

Et se pur s’arma talor a dolersi
l’anima a cui vien mancho
consiglio, ove ’l martir l’adduce in forse,
rappella lei da la sfrenata voglia
súbita vista, ché del cor mi rade
ogni delira impresa, et ogni sdegno
fa ’l veder lei soave.

Di quanto per Amor già mai soffersi,
et aggio a soffrir ancho,
fin che mi sani ’l cor colei che ’l morse,
rubella di mercé, che pur l’envoglia,
vendetta fia, sol che contra Humiltade
Orgoglio et Ira il bel passo ond’io vegno
non chiuda et non inchiave.

Ma l’ora e ’l giorno ch’io le luci apersi
nel bel nero et nel biancho
che mi scacciâr di là dove Amor corse,
novella d’esta vita che m’ addoglia
furon radice, et quella in cui l’etade
nostra si mira, la qual piombo o legno
vedendo è chi non pave.

Lagrima dunque che dagli occhi versi
per quelle, che nel mancho
lato mi bagna chi primier s’accorse,
quadrella, dal voler mio non mi svoglia,
ché ’n giusta parte la sententia cade:
per lei sospira l’alma, et ella è degno
che le sue piaghe lave.

Da me son fatti i miei pensier’ diversi:
tal già, qual io mi stancho,
l’amata spada in se stessa contorse;
né quella prego che però mi scioglia,
ché men son dritte al ciel tutt’altre strade
et non s’aspira al glorïoso regno
certo in piú salda nave.

Benigne stelle che compagne fersi
al fortunato fianco
quando ’l bel parto giú nel mondo scórse!
ch’è stella in terra, et come in lauro foglia
conserva verde il pregio d’onestade,
ove non spira folgore, né indegno
vento mai che l’aggrave.

So io ben ch’a voler chiuder in versi
suo laudi, fôra stancho
chi piú degna la mano a scriver porse:
qual cella è di memoria in cui s’accoglia
quanta vede vertú, quanta beltade,
chi gli occhi mira d’ogni valor segno,
dolce del mio cor chiave?

Quanto il sol gira, Amor piú caro pegno,
donna, di voi non ave.

4 σχόλια:

  1. Καλημέρα σας!
    Συγνώμη, αλλά δεν αναφέρετε τον μεταφραστή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ: Αποκαταστάθηκε η έλλειψη! Ευχαριστώ πολύ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τι ωραία απόδοση και πόσο ευφυές να γίνουν εσθήτες τα panni. Με την αγάπη μου Γιώργη μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. @ MAFALDA: Να είσαι καλά. Χαίρομαι που σου άρεσε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή