Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΤΟ ’ΧΑ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΕΤΡΕΧΕ





FRANCESCO PETRARCA


ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΤΟ ’ΧΑ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΕΤΡΕΧΕ

Συνήθεια τό ’χα απ’ την πηγή της ζωής μου που έτρεχε
να φεύγω, να πλανιέμαι σε στεριές και σε πελάγη –
δεν το ’θελα, μα ακολουθούσα αυτό που ως μοίρα μου είδα.
Και πήγαινα, αφού πάντοτε ο Έρως με συνέτρεχε,
σε τόπους εξορίας, βάλτους και πικρά τενάγη·
με θύμησες τρεφόταν η καρδιά μου και η ελπίδα.
Αλί μου, τώρα παραδίνομαι· και την ασπίδα
πετώ· στο πεπρωμένο δένομαι που μού ’χει τύχει
και μου αποκλείει δια παντός γλυκές να λάβω ειδήσεις.
Μονάχος μένω με τις αναμνήσεις
και τον μεγάλο πόθο που σαν σκύλος μού τις λείχει –
λιμοκτονεί η ψυχή μου και μαραίνεται στην τύχη.

Αυτός που τρέχει και τροφή δεν έχει για τον δρόμο,
θα νιώσει να του κόβεται σιγά-σιγά το σφρίγος:
η δύναμη η χρυσή που τον βηματισμό του τρέφει.
Κι εμέ έτσι η κουρασμένη μου ψυχή, πιστή στον νόμο
που λέει πως, τροφή αν δεν έχεις, γίνεσαι πιο λίγος,
στον Χάρο αφήνεται που τους ανθρώπους καταστρέφει.
Πικρό είναι τότε το γλυκό, με χαρμολύπης νέφη!
Και οληώρα, συνεχώς, ελπίζω, μα και τρέμω –ω λύρα!–
στο τέρμα για να φτάσω ο χρόνος που ’χω δεν μου σώνει.
Του κουρνιαχτού στον άνεμο τη σκόνη
την αγνοώ – οδοιπόρος να μην είμαι πια στη γύρα·
πλην γένοιτο!, αν το θέλει και αν το διατάζει η μοίρα.

Αυτή μου η ζωή η θνητή ποτέ δεν είχε χαρμοσύνη
(κι ο Έρωτας το ξέρει, αφού συχνά μιλώ μαζί του)
εξόν τη Δόννα που είτανε τη φώς της, κι έτσι φώς μου·
στη γη έσβησε, στους ουρανούς ξαναγεννήθη εκείνη
η πνοή – το πνεύμα που ’δινε να ζήσω την πνοή του.
Ποθώ να την ξανάβρω και στα πέρατα του κόσμου.
Μα πάντοτε θα θλίβομαι, κι ο πόνος ο δικός μου
είν’ πως δεν πρόβλεψα ό,τι υπέροχο θα μού ’χε λείψει.
Αλλιώς να πράξω και το φωτεινό της βλέμμα και ο Έρως
μου τό ’χαν πει, μου τό ’χαν δείξει εγκαίρως.
Αχ, πόσοι ζήσανε και πόσοι μες στη μαύρη θλίψη,
ενώ η ευτυχής θανή τους θά ’χε από νωρίς προκύψει!

Τα μάτια της πασίχαρη για σπίτι είχε η καρδιά μου,
μα τόσο εγίνηκε ζηλότυπη η σκληρή ειμαρμένη,
που την εξόρισε από το λαμπρό ενδιαίτημά της·
εκεί ο Έρως ιδιοχείρως είχε γράψει τη δικιά μου
τη μοίρα με οίκτου γράμματα, κι εμένανε μου μένει
τον πόθο μου να σέρνω, ωσπού να βρω τα βήματά της.
Και ιδανικός θε να ’μουν του θανάτου εγώ επιβάτης,
εάν, πεθαίνοντας, δεν μού ’σβηνε μεμιάς η ζήση,
αλλά να ζήσω αν πήγαινε στις εύκρατες πατρίδες
του κάλλους. Τώρα,μ ωστόσο, τις ελπίδες
τις πήρε ο Χάρος: χώμα κρύβει Αυτήν που είχα αγαπήσει.
Κι αν ζω, το φως της πώς να το σκεφτώ πως έχει σβήσει;...

Αν το φτωχό μου το μυαλό μ’ έκράταγε δεσμώτη,
τότε που ανάγκη τό ’χα και αν αλλού δεν με είχε στείλει,
σε στράτες και σε θάλασσες να δέρνομαι σν τσόφλι,
την όψη θά ’χα της Κυράς διαβάσει που έλεγε ότι:
«Στο τέρμα-τέρμα βρίσκεσαι· η γλυκιά ξοδεύτηκε ύλη·
μπροστά είσαι τώρα στης μεγάλης πίκρας το κατώφλι».
Αν τό ’χα καταλάβει, τί γλυκά που θα μ’ εξώφλει
η μοίρα απ’ το θνητό σαρκίο μου! Θά ’χα πετάξει·
ελεύθερος απ’ το ενοχλητικό του θά ’μουν βάρος·
και πρώτος θά ’χα πάει, νέος και όλο θάρρος,
να δω τον θρόνο που οι λαμπροί ουρανοί τής είχαν φτιάξει.
Λευκή σαν φύγω νά ’χω κόμη θέλει του Θεού η τάξη.

Ωδή μου, ευχήσου σε όποιον ευτυχή ερωτευμένο
ο Χάρος να τον βρει ευτυχισμένο.
Η σύγκαιρη θανή, όχι λύπη, μα γλυκιά είναι αγκάλη.
Και όποιος να πεθάνει δύναται, ας μην το αναβάλλει!



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



**********************************


SOLEA DA LA FONTANA DI MIA VITA


Solea da la fontana di mia vita
allontanarme, et cercar terre et mari,
non mio voler, ma mia stella seguendo;
et sempre andai, tal Amor diemmi aita,
in quelli esilii quanto e’ vide amari,
di memoria et di speme il cor pascendo.
Or lasso, alzo la mano, et l’arme rendo
a l’empia et vïolenta mia fortuna,
che privo m’à di sí dolce speranza.
Sol memoria m’avanza,
et pasco ’l gran desir sol di quest’una:
onde l’alma vien men frale et digiuna.

Come a corrier tra via, se ’l cibo manca,
conven per forza rallentare il corso,
scemando la vertù che ’l fea gir presto,
cosí, mancando a la mia vita stanca
quel caro nutrimento in che di morso
die’ chi ’l mondo fa nudo e ’l mio cor mesto,
il dolce acerbo, e ’l bel piacer molesto
mi si fa d’ora in hora, onde ’l camino
sí breve non fornir spero et pavento.
Nebbia o polvere al vento,
fuggo per piúù non esser pellegrino:
et così vada, s’è pur mio destino.

Mai questa mortal vita a ma non piacque
(sassel’ Amor con cui spesso ne parlo)
se non per lei che fu ’l suo lume, e ’l mio:
poi che ’n terra morendo, al ciel rinacque
quello spirto ond’io vissi, a seguitarlo
(licito fusse) è ’l mi’ sommo desio.
Ma da dolermi ò ben sempre, perch’io
fui mal accorto a provveder mio stato,
ch’Amor mostrommi sotto quel bel ciglio
per darmi altro consiglio:
ché tal morí già tristo et sconsolato,
cui poco inanzi era ’l morir beato.

Nelli occhi ov’habitar solea ’l mio core
fin che mia dura sorte invidia n’ebbe,
che di sí ricco albergo il pose in bando,
di sua man propria avea descritto Amore
con lettre di pietà quel ch’averrebbe
tosto del mio sí lungo ir desïando.
Bello et dolce morire era allor quando,
morend’io, non moria mia vita inseme,
anzi vivea di me l’optima parte:
or mie speranza sparte
à Morte, et poca terra il mio ben preme;
et vivo; et mai nol penso ch’i’ non treme.

Se stato fusse il mio poco intellecto
meco al bisogno, et non altra vaghezza
l’avesse disvïando altrove vòlto,
ne la fronte a madonna avrei ben lecto:
- Alfin se’ giunto d’ogni tua dolcezza
et al principio del tuo amaro molto. –
Questo intendendo, dolcemente sciolto
in sua presentia del mortal mio velo
et di questa noiosa et grave carne,
potea inanzi lei andarne,
a veder preparar sua sedia in cielo:
or l’andrò dietro, omai, con altro pelo.

Canzon, s’uom trovi in suo amor viver queto,
di’: - Muor’ mentre se’ lieto,
ché morte al tempo è non duol, ma refugio;
et chi ben pò morir, non cerchi indugio. -


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου