ΡΗΓΑΣ ΓΚΟΛΦΗΣ
ΑΠΕΡΓΙΑ
Στη στράτα αργοδιαβαίνει της αργατιάς το πλήθος.
Φαρμάκι έχει στα χείλη, κομένη την ορμή,
κι ο πόνος που συντρίβει τ’ αράθυμό του στήθος
θεριεύει το κορμί.
Πού πάει συμμαζωμένο το έλεος να γυρέψει;
Ποιός άρχοντας θ’ ακούσει, ποιά πόρτα θ’ ανοιχτεί;
Με τ’ άπραγα τα λόγια τί πάει να ζητιανέψει,
να γείρει να κλαυτεί;
Το τέρας της ανάγκης, που τη ζωή του θλίβει,
νεκρώνει την αγάπη, μαραίνει τ’ αγαθά,
θα πάψει να τραντάζει το μαύρο του καλύβι,
το Χάρο να βοηθά;
Ω συνοδειά θλιμένη, του δίκιου τον αγώνα
σα θέλεις να κερδίσεις, μη σκύβεις και δειλιάς.
Και πώς θα διαφεντέψεις με λυγισμένο γόνα
τη μοίρα της δουλειάς;
Τη δύναμή σου νιώσε κ’ υψώσου προς τον ήλιο.
Την πάναγνή σου ράτσα, τη σιδερένια υγειά,
Θεούς να τα λατρέψεις. Του κόσμου το βασίλειο
ζωντάνεψε, ραγιά.
Το πείσμα του δυνάστη, που τη χαρά μολεύει,
τα λούλουδα σκοτώνει, στερεύει την πηγή,
θα το συντρίψει, μάθε, το χέρι που δουλεύει
κι αναμετρά τη γη.
Από το βιβλίο: Ρήγας Γκόλφης, «Ποιήματα», επιμέλεια –
εισαγωγή – σχόλια Κώστας Στεργιόπουλος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002,
σελ. 188.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου