MAX JACOB
ΛΥΚΑΥΓΕΣ Ἢ ΛΥΚΟΦΩΣ
Τὸ φῶς ἔρχεται ἀπὸ τὴν καμπὴ τοῦ κατάλευκου θόλου, τὸ φῶς ἔρχεται ἀπὸ ἀπέναντι, ἡ σκάλα κατεβαίνει ἀπέναντι ἀπ᾽ τὸ φῶς, μὰ δὲν τὴ βλέπεις! ὄχι! καὶ οὔτε ποτὲ θὰ τὴ δεῖς! καὶ δὲν θὰ δεῖς τίποτ᾽ ἄλλο παρὰ μόνο τὴν πλάτη μου στὴν προεξέχουσα γωνία κάποιου πλατύσκαλου. Δὲν θὰ δεῖς τοὺς τοίχους ποὺ εἶναι ἀκόμα στὴ νύχτα· θὰ δεῖς μόνο τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ἀκόμα στὶς κόχες. Ὁ πρῶτος εἶναι τυλιγμένος μὲ σκοτάδι· εἶναι τυλιγμένος μὲ τὴ νύχτα· τὸν δεύτερο δὲν τὸν εἶδα, ἁπλῶς ἴσα-ἴσα τὸν ἐμάντεψα· ὁ τρίτος κατέβηκε, ἦρθε ἴσαμ᾽ ἐμένα, ἄλλος κανεὶς δὲν ἐσάλεψε. Αὐτὸς ποὺ κατέβηκε φοράει παντελόνι καρρώ, τὰ μαλλιά του τοῦ φτάνουνε ὣς τὰ φρύδια καὶ τὰ μαλλιά του εἶναι μαῦρα, βαστάει δὲ μὲ τό ᾽να του χέρι τὸ μάγουλό του, γιατὶ τὰ μάγουλά του ἔχουν παραγίνει καὶ κοντεύουν νὰ σαπίσουνε· δείχνει ἀσήμαντος καὶ τώρα ἔχει πιὰ ξανανεβεῖ στὴ νύχτα του, ἔχει πιὰ ξανανεβεῖ στὴν κόχη του. Τὸ φῶς ἔρχεται ἀπὸ τὴν καμπὴ τοῦ κατάλευκου θόλου, ἀπέναντί μου, ἀπέναντί μου. Ἐγὼ πάντως κατάλαβα ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦτοι ἦσαν οἱ ἄνθρωποι τῶν μελλοντικῶν μου βιβλίων.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου