PABLO NERUDA
ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΓΥΡΕΨΕ
Βγῆκα νὰ βρῶ ὅ,τι ἔχασα
στὶς ἐχθρικὲς τὶς πόλεις:
μοῦ κλείνανε δρόμους καὶ πόρτες,
μοῦ χυμαγάνε μὲ φωτιὰ καὶ νερό,
μοῦ πετάγαν περιττώματα.
Τὸ μόνο ποὺ γύρευα ἐγὼ νὰ βρῶ
ἦταν παιχνιδάκια σπασμένα μέσα στὰ ὄνειρα,
ἕνα κρυστάλλινο ἀλογάκι
ἢ τὸ ξεθαμμένο μου ρολόι.
Κανεὶς δὲν ἤθελε ν᾽ ἀντιληφθεῖ
τὸ μελαγχολικό μου πεπρωμένο,
τὴν ἀπόλυτή μου ἀνιδιοτέλεια.
Ματαίως ἐξηγοῦσα στὶς γυναῖκες
ὅτι τίποτα δὲν ἤθελα νὰ κλέψω
οὔτε νὰ σκοτώσω τὶς γιαγιάδες τους.
Ἔσκουζαν ἀπὸ φόβο σὰν μὲ βλέπανε
νὰ βγαίνω ἀπὸ κανὰ ἐρμάρι,
νά κατεβαίνω ἀπὸ τὴν καμινάδα.
Τὶς μέρες, ἐν τούτοις, τὶς μακρὲς
καὶ τὶς νύχτες μὲ τὴ βιολετιὰ βροχὴ
συνέχιζα ἐγὼ τὶς ἐξορμήσεις μου:
στὰ κλεφτὰ ἐπέρασα
μέσ᾽ ἀπὸ στέγες καὶ κεραμίδια
σ᾽ ἐκεῖνες τὶς ἐχθρικὲς τὶς κατοικίες,
καὶ ὣς καὶ κάτω ἀπ᾽ τὸ χαλὶ
πολέμησα, ἀγωνίστηκα στὴ λήθη ἐνάντια.
Ποτὲ δὲν βρῆκα ὅ,τι ζητοῦσα.
Κανεὶς δὲν εἶχε τὸ ἄλογό μου,
οὔτε τοὺς ἔρωτές μου, οὔτε τὸ ρόδο
ποὺ ἔχασα σὰν τόσα καὶ τόσα φιλιὰ
στῆς ἀγαπημένης μου τὴ μέση.
Μὲ φυλάκισαν, μὲ σακάτεψαν,
δὲν μὲ κατάλαβαν, μὲ παρεξήγησαν,
μὲ πῆραν προφανῶς γιὰ ἐγκληματία
καὶ τώρα πιὰ δὲν γυρεύω κὰν τὸν ἴσκιο μου.
Εἶμαι τόσο σοβαρὸς ὅσο καὶ οἱ ἄλλοι,
μοῦ λείπει ὅμως ὅ,τι ἀγάπησα:
ἡ φυλλωσιὰ τῆς γλύκας
ποὺ ξεφυλλίζεται φύλλο τὸ φύλλο
ὥσπου νὰ μείνεις ἐσὺ στὸ τέλος ἀσάλευτη
καὶ γυμνή, ὁλόγυμνη στ᾽ ἀλήθεια.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου