MAX JACOB
ΓΝΗΣΙΟ ΠΟΙΗΜΑ
Τὰ μεγαλύτερα ἀδέρφια μου κι ἐγὼ χωριστήκαμε κοντὰ στὰ χαρακώματα. «Πάρε, νά, τὸ μαχαίρι!»
Τώρα ἤμασταν κάτω ἀπὸ τὰ πεῦκα· χλόη καὶ ἄνθη ἦσαν τὰ πάντα. «Ἀπ᾽ τὸ νερὸ νὰ φυλάγεσαι!»
Καμιὰ φορὰ πλησιάζαμε μ᾽ ἕνα φυτὸ στὸ χέρι. «Εἶναι τὸ ροδόχρωμο κώνειο!»
Ἀλλὰ ὅταν ἔπρεπε νὰ βροῦμε κανὰ κατσαρόλι στὸ σπίτι γιὰ νὰ βάλουμε μέσα τὴ συγκομιδήμας, τὰ πράγματα ἄλλαζαν.
Ὁ ἀξιωματικὸς τοῦ ναυτικοῦ κοιμόταν στὸ κρεβάτι του, μὲ τὴν πλάτη του γυρισμένη στὴν πόρτα.
Τὸ νοικοκυριὸ τὸ ἔκανε ἡ ἐξαδέλφη, τὰ σεντόνια ἁπλώνονταν στὶς καρέκλες. Οἱ ἀδελφές μου τραγουδοῦσαν κάτω ἀπὸ τὶς στέγες, κι ἐγὼ σὰν τὸ μικρὸ παιδάκι, μὲ τὰ λουλούδια στὸ χέρι, καθόμουν στὰ σκαλοπάτια τῆς ἐσωτερικῆς σκάλας, ποὺ ἀνέβαινε καὶ πήγαινε ὣς ἐκεῖ ποὺ πιὰ δὲν τὴν ἔβλεπες ἄλλο.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου