MAX JACOB
ΠΟΜΠΩΔΕΣ ΠΟΙΗΜΑ
Δὲν εἶναι ὁ τρόμος τοῦ λευκοῦ λυκόφωτος, οὔτε τὰ πελιδνὰ χαράματα, ποὺ ἀρνεῖται νὰ τὰ φωτίσει ἡ σελήνη, εἶναι τὸ θλιμμένο φῶς τῶν ὀνείρων, ὅπου ἐπιπλέετε ἔχοντας στὴν κόμη σας πούλιες, Δημοκρατίες, Ἧττες, Δόξες! Ποιές εἶναι τοῦτες οἱ Μοῖρες; ποιές εἶναι τοῦτες οἱ Ἐρινύες; εἶναι ἡ Γαλλία μὲ τὸν φρυγικό της σκοῦφο; εἶσ᾽ ἐσύ, Ἀγγλία; εἶναι ἡ Εὐρώπη; εἶναι ἡ Γῆ καβάλα στὸν Μινώταυρο; Μεγάλη ἡρεμία ἐπικρατεῖ στὸν ἀέρα καὶ ὁ Ναπολέων ἀκούει τὴ μουσικὴ τῆς σιωπῆς στὸ ὀροπέδιο τοῦ Βατερλώ. Ὦ Σελήνη, μακάρι νὰ τὸν προστατέψουνε τὰ κέρατά σου! ἕνα δάκρυ κυλάει στὰ χλομά του μάγουλα! τόσο πολὺ ἐνδιαφέρουσα εἶναι τῶν φαντασμάτων ἡ παρέλαση. «Ζήτω σου! ζήτω! τὰ μαλλιά μας ἔχουν ἀπ’ τὶς τὴ δροσοσταλίδες χαῖτες ὑγρές,... ἐμεῖς, οἱ θωρακοφόροι εἴμαστε ἐμεῖς! τὰ κράνη μας λάμπουν σὰν ἄστρα καί, μὲς στὸ σκοτάδι, τὰ μπαρουτοκαπνισμένα μας τάγματα εἶναι σὰν τὸ χέρι τὸ θεϊκὸ τοῦ πεπρωμένου. Ναπολέων! Ναπολέων! ἔχουμε γεννηθεῖ καὶ ἔχουμε πεθάνει». — «Ἐμπρός, ἐπίθεση! ἐπίθεση, φαντάσματα! διατάζω ἐπίθεση!» Τὸ φῶς καγχάζει: οἱ θωρακοφόροι χαιρετοῦν διὰ σπάθης καὶ καγχάζουν κι αὐτοί· δὲν διαθέτουν πλέον οὔτε σάρκα οὔτε ὀστά. Τότε ὁ Ναπολέων ἀκούει τὴ μουσικὴ τῆς σιωπῆς καὶ μετανιώνει, γιατί ποῦ εἶναι οἱ δυνάμεις ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ὁ Θεός; Ἀλλὰ νά ἕνα τύμπανο! Κάποιο παιδὶ παίζει τύμπανο: ἀπὸ τὸ ψηλό του γούνινο σκουφὶ κρέμεται ἕνα πανί, καὶ τοῦτο τὸ παιδὶ εἶναι ζωηρό-ζωηρό: εἶναι ἡ Γαλλία! Καὶ δὲν ὑπάρχει τώρα ἐδῶ γύρω ὀροπέδιο τοῦ Βατερλώ, στὸ θλιμμένο φῶς τῶν ὀνείρων, ὅπου ἐπιπλέετε ἔχοντας στὴν κόμη σας πούλιες, Δημοκρατίες, Ἧττες, Δόξες, οὔτε ὁ τρόμος τοῦ λευκοῦ Λυκόφωτος ὑπάρχει, οὔτε τὰ πελιδνὰ χαράματα ὑπάρχουν, ποὺ ἀρνεῖται νὰ τὰ φωτίσει ἡ σελήνη.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου