ΝΙΚΟΣ
ΓΡΑΒΑΝΗΣ
ΠΑΤΡΙΔΑ
Ι
Ατενίζοντας
ουρανό, σύννεφα και ήλιο
εμύρισα ευωδία από δεντρολίβανο
λιβάνι και θυμίαμα
Με νόθες σκέψεις για αλήθειες και αλμύρες
ώσπου εχάθη ο ήλιος
κι αναζήτησα τη ζεστασιά
στα σκέλια ανάμεσα
και ένα τσιγάρο
Ο φάρος φώτισε και μού ’ρθε μια ιδέα
πως το βράδυ γεννιούνται οι ελπίδες
πως ωσάν φέγγει ο ήλιος κανείς δεν έχει ανάγκη
Τρεις φορές επίστεψα τρισάγιο όρκο ύμνησα
Άγιος άγιος άγιος αθάνατος
ο όρκος του αθανάτου
εμύρισα ευωδία από δεντρολίβανο
λιβάνι και θυμίαμα
Με νόθες σκέψεις για αλήθειες και αλμύρες
ώσπου εχάθη ο ήλιος
κι αναζήτησα τη ζεστασιά
στα σκέλια ανάμεσα
και ένα τσιγάρο
Ο φάρος φώτισε και μού ’ρθε μια ιδέα
πως το βράδυ γεννιούνται οι ελπίδες
πως ωσάν φέγγει ο ήλιος κανείς δεν έχει ανάγκη
Τρεις φορές επίστεψα τρισάγιο όρκο ύμνησα
Άγιος άγιος άγιος αθάνατος
ο όρκος του αθανάτου
ΙΙ
Τα
χελιδόνια ετσίριξαν
μυροβόλος άνοιξις
Μου εθύμισαν εποχές παλιές και ξεχασμένες
Για γαρίφαλα αλλά και για ξέρες
Πάει πέρασαν οι μέρες
που ωσάν γραφόταν στίχος
ήχος δυνατός εβρόνταγε
και έσειε το σύμπαν όλο
Μόλο που τώρα χαθήκαν τα πουλιά
πιστούς δε βλέπεις πια
μια φορά θα τα ξεχάσω όλα
θα πετάξω για άλλους κόσμους
μυροβόλος άνοιξις
Μου εθύμισαν εποχές παλιές και ξεχασμένες
Για γαρίφαλα αλλά και για ξέρες
Πάει πέρασαν οι μέρες
που ωσάν γραφόταν στίχος
ήχος δυνατός εβρόνταγε
και έσειε το σύμπαν όλο
Μόλο που τώρα χαθήκαν τα πουλιά
πιστούς δε βλέπεις πια
μια φορά θα τα ξεχάσω όλα
θα πετάξω για άλλους κόσμους
ΙΙΙ
Αποδήμησα
μα δε πεθύμησα
της ερημιές, τα κάλλη
Μου ‘παν θα πάγεις σ’ άλλη γη
μα λύτρωση δε θα βρεις
Κοντά σου κορίτσι που μ’ αγάπησες
σ’ αγάπησα για μη σε αδικήσω
Ώ ουρανέ, πολύλαμπρε
η νύχτα σε θαμπώνει
Κι οι άνθρωποι επίστεψαν
πως είναι μέρα νύχτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου