OCTAVIO PAZ
ΑΣΤΕΡΙ
ΕΝΔΟΜΥΧΟ
Η
νύχτα ανοίγεται
Αναμαλλιασμένο
ρόδι
Υπάρχουν
αστέρια πάνω και κάτω
Άλλα
είναι ψάρια που κοιμούνται στο ποτάμι
Και
άλλα τραγουδούν σε κάποια του ουρανού ακρώρεια
Ψηλές
φωτιές γιορτής στου βουνού τις πτυχώσεις
Μαρμαρυγές
στα δύο χωρισμένες
Υπάρχουν
αστέρια απατηλά που ξεγελούν τους ταξιδιώτες
Ο
Πολικός Αστήρ έκαιγε ψυχρός και ατόφυος όλες τις νυχτιές
των
παιδικών μου χρόνων
Των
Χριστουγέννων το Άστρο μάς καλεί να στη ζωή να έλθουμε
Να
ξαναγεννηθούμε πρόσκληση είναι μιας και ανά πάσα στιγμή
μπορούμε
στη νέα ζωή να γεννηθούμε
Και
ωστόσο όλοι μας προτιμούμε τον θάνατο
Υπάρχουν
τ’ αστέρια του Νοτίου Ημισφαιρίου που δεν γνωρίζω
Ο
Σταυρός του Νότου που εκείνη η αργεντινή κοπέλα τον είχε
στο
δαχτυλίδι της βαλμένον πέτρα
Ποτέ
μου δεν λησμόνησα το πράσινο άστρο των νυχτών του
Γιουκατάν
Αλλά
ανάμεσα σε όλα τ’ άστρα υπάρχει και ένα
Ένα
φως ένα Αστέρι αποτραβηγμένο σαν το πικραμύγδαλο
Κόκκος
άλατος είναι
Δεν
λάμπει στο λαιμό της μόδας
Ούτε
στου Στρατηγού το στήθος
Πηγαινοέρχεται
αθόρυβα στις αναμνήσεις μου
Δεν
βαραίνει η παρουσία του
Το
φως του δεν πληγώνει
Πηγαινοέρχεται
αθόρυβα στις σκέψεις μου
Στη
θύμηση σαν σκύβω κάποιας συζήτησης ανάβει σαν βλέμμα
καθόλου
επίμονο
Στην
κορυφή καίει μιας σιωπής εντελώς απρόοπτης
Σ’
έναν περίπατο μοναχικό σαν ξεχασμένη γεύση εμφανίζεται
Συγκρατεί
την παλίρροια του βίου μ’ ένα του χαμόγελο
Σιωπηλό
σαν την αμμουδιά που έχει ξαπλώσει
Σαν
τον κισσό-φάντασμα πάνω από εγκαταλελειμμένο πύργο
Περνούν
οι μέρες περνούν τα χρόνια και η αόρατή του παρουσία
με
συνοδεύει πάντα
Σταματάει
το φως ανάμεσα στο ένα έτος και στο άλλο
Βλεφάρισμα
είναι
Χτύπημα
των δυό φτερών σ’ ένα δωμάτιο έρημο
Το
φως του σαν το λάδι καίει απόψε που είμαι μόνος
Και
θα καίει και την τελευταία νύχτα
********
Απομονωμένη
στην αίγλη της
Η
γυναίκα λάμπει σαν κόσμημα
Σαν
όπλο τρομερό κοιμώμενο
Αναπαύεται
η γυναίκα τη νύχτα
Σαν
φρέσκο νερό με τα μάτια σφαλισμένα
Στον
ίσκιο του δέντρου
Σαν
καταρράκτης που ανακόπηκε στη μέση του άλματός του
Σαν
το ποτάμι με τη μέση την ευλύγιστη που απρόσμενα
πάγωσε
Στα
πόδια του μεγάλου απρόσωπου βράχου
Στα
πόδια της οροσειράς
Σαν
το νερό της στέρνας το καλοκαίρι αναπαύεται
Στο
βάθος της παντρεύονται λεύκες κι ευκάλυπτοι
Αστέρια
ή ψάρια λαμποκοπούν ανάμεσα απ’ τα πόδια της
Ο
ίσκιος των πουλιών μόλις και μαυρίζει το αιδοίο της
Τα
στήθη της είναι δύο χωριουδάκια που κοιμούνται
Σαν
άσπρη πέτρα αναπαύεται η γυναίκα
Σαν
φεγγαρόνερο σε κρατήρα εν υπνώσει
Τίποτα
δεν ακούγεται μες στη νύχτα πού ’ναι από βρύα και
άμμους
Παρεκτός
το στάξιμο το αργό ετούτων των λέξεων
Στις
όχθες του νερού σε κάποιου κορμιού τις όχθες
Κεφαλόβρυσο
που πάει να στερέψει
Ω
μνημείο εσύ ολοδιάφανο
Όπου
λάμπει και επαναλαμβάνεται η στιγμή
Και
ανοίγεται χάσμα αβύσσου μέσα της και ποτέ της δεν
πνίγεται
********
Έκλαιγες
και γελούσες
Λέξεις
τρελές ψάρια ενεργά καρποί δίγοργοι
Άνοιγε
η νύχτα τα υποθαλάσσια οχυρώματά της
Στο
ψηλότερο σημείο της ώρας έλαμπε το γάλα με φως
ανεξίτηλο
Στην
πιο ψηλή κορυφή της νύχτας έλαμπες εσύ
Μαζεμένη
ολόκληρη στη λευκότητά σου εντός
Σαν
το κύμα πριν χυθεί
Σαν
την ευτυχία που ξεδιπλώνει τα φτερά της
Γελούσες
και έκλαιγες
Ναυαγούμε
σε αμμουδιές χωρίς κανέναν
Τείχη
τεράστια σαν Όχι ειπωμένο
Καταραμένες
πύλες κόσμος απρόσωπος
Τα
πάντα κλειστά και αδιαπέραστα
Τα
πάντα δείχναν τα νώτα τους
Βγαίνανε
από τις σπηλιές τους τα τρομερά αντικείμενα
Το
τραπέζι επέστρεφε για να είναι αθεράπευτα και για πάντα
τραπέζι
Και
καρέκλες οι καρέκλες
Προσωπείο
ο κόσμος προσωπείο χωρίς κανέναν πίσω του
Άγονο
γάλα επί ματαίω
Η
νύχτα ξεμάκραινε χωρίς καν να στραφεί να δει κατά πίσω
Έκλαιγες
και γελούσες
Το
κρεβάτι ήτανε θάλασσα ειρηνική
Πρασίνιζε
και πάλι το δωμάτιο
Γεννιόντουσαν
δέντρα το νερό γεννούσε
Είχε
κλαδιά και χαμόγελα στα σεντόνια ανάμεσα
Είχε
δαχτυλίδια που είχε παραγγείλει η ευτυχία
Πουλιά
απρόοπτα ανάμεσα στα στήθη σου
Φτερά
αστραποβόλα στα μάτια σου
Σαν
το χρυσάφι που κοιμάται ήταν το σώμα σου
Σαν
το χρυσάφι και το ζέον πανομοιότυπό του όποτε το
αγγίξει
φως
Σαν
το ηλεκτρικό καλώδιο που όταν γυμνωθεί σε τινάζει
Γελούσες
και έκλαιγες
Αφήνουμε
τα ονόματά μας στον γιαλό
Τη
μορφή μας αφήνουμε
Με
τα μάτια κλειστά και με μέσα κορμί
Κάτω
από τη διπλή αψίδα των χειλιών σου
Δεν
είχε φως όχι δεν είχε σκιά
Κάθε
φορά πλησιάζουμε πιο κοντά στον μυχό
Οιακίζοντας
τη μαύρη μας βάρκα
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου