ΓΙΑΝΝΗΣ
ΡΙΤΣΟΣ
ΧΡΗΣΜΟΣ
Κάπνισε το
τσιγάρο του, ήπιε τον καφέ του. Δεν είχε τί άλλο να κάνει.
Κάπνισε
δεύτερο τσιγάρο. Αναποδογύρισε το φλιτζανάκι
να δει τα
σχήματα να διαβάσει την τύχη του. Κ’ είδε:
δυό
απόκρημνες πλαγιές και πάνω τους μια γέφυρα
λίγο
καμπυλωτή φαρδιά· – κόσμος πηγαινορχότανε στη ράχη της,
δυό κυνηγοί
με τα ντουφέκια τους, τρεις ποδηλατιστές,
μία ωραία γυναίκα
με το σκυλί
της και το καπέλο της· μονάχα αυτός που την έφτιαξε,
αυτός ο
ίδιος, δε μπορούσε να περάσει τη γέφυρα, γιατί η μιά της άκρη
στηριζόταν
στον ώμο του. Μα τότε πώς γινόταν
αυτός που
στεκόταν ασάλευτος κάτω απ’ τη γέφυρα, στηρίζοντάς την,
να βλέπει
καθαρά πάνω στη γέφυρα και πάνω απ’ τη γέφυρα;
Από
το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Μαρτυρίες, σειρά πρώτη», 7η έκδοση, Εκδόσεις
Κέδρος, Αθήνα 1977, σελ. 51.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου