Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008
ΘΑΡΡΩ ΠΩΣ ΑΦΑΝΙΖΟΜΑΙ - Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ ΑΤΤΙΛΑ ΓΙΟΖΕΦ
ΔΙΑΒΑΖΕΙ Ο ISTVÁN NOVÁK
ATTILA JÓZSEF
ÓDA
ΑΤΤΙΛΑ ΓΙΟΖΕΦ
ΩΔΗ
Να με, εδώ πέρα στους σπιθόβολους βράχους.
Ανάλαφρη πνοή
Του νέου καλοκαιριού απ’ τη γη ανεβαίνει
Σαν το ζεστόν αχνόν ωραίου δείπνου.
Στη σιγή συνηθίζω την καρδιά μου.
Δεν είναι, αλήθεια, δύσκολο πολύ –
Εδώ συνάζονται ξανά τα όσα διασκορπίστηκαν,
Γερμένο το κεφάλι, και τα χέρια
Αφήνονται ευπειθή.
Δεν είναι των οροσειρών η χαίτη –
Είναι το φέγγος του μετώπου σου
Που αντανακλούν όλα τα φύλλα.
Τον άνεμο βλέπω ν’ ανεμίζει
Το φόρεμά σου.
Και κάτω απ’ τα εύθραυστα φυλλώματα
Βλέπω την κόμη σου να γέρνει
Και ν’ αναβρύζουν τα γλυκά σου στήθη,
Κι όπως ο Ζίνβα ο ποταμός κυλά
Βλέπω ν’ αναπηδά
Πάνω σε βότσαλα λευκά και στρογγυλά
Στ’ άσπρα σου δόντια το φαντασμαγορικό χαμόγελό σου.
*
Ω, πόσο σ’ αγαπάω εσένα,
Εσένα πούχεις κάνει να μιλήσουνε
Μες στης καρδιάς τα πιο βαθιά κοιλώματα
Η δολοπλόκα μοναξιά, η πανούργα,
Μαζί-μαζί μ’ ολόκληρο το σύμπαν.
Εσύ, που ως καταρράκτης απ’ τον ίδιο του το θόρυβο,
Αποσπάσαι από μένα, συνεχίζοντας τη σιωπηλή ροή σου,
Όταν εγώ, στις κορυφές της ζωής μου ανάμεσα,
Κατάντικρυ στο απόμακρο, κραυγάζω
Παλεύοντας πάνω στη γη και στους ουράνιους θόλους
Πως σ’ αγαπώ, γλυκιά μητριά μου, εσένα.
*
Ω, σ’ αγαπώ, καθώς ένα παιδί τη μάνα του,
Καθώς οι σιωπηλές σπηλιές το ίδιο το βάθος τους.
Ω, σ’ αγαπώ, καθώς τα φώτα οι αίθουσες,
Καθώς το σώμα την ανάπαυση και τη φωτιά η ψυχή.
Ω, σ’ αγαπώ, καθώς επιθυμούν να ζήσουν οι θνητοί.
Ώς του θανάτου τους την ύστατη στιγμή.
Όπως η γη, ό,τι πέφτει πάνω της, έτσι κι εγώ φυλάω
Όλα σου τα χαμόγελα, τα λόγια, τις χειρονομίες.
Στο πνεύμα μου, καθώς τα οξέα στο μέταλλο,
Σ’ έχω χαράξει μ’ όλα τα ένστικτά μου,
Εσένα, θελκτική μορφή, πανέμορφη
Εκεί, που η ύπαρξή σου καθετί ουσιώδες συμπληρώνει.
Σε αέναο τριζοβόλημα οι στιγμές περνάνε
Όμως εσύ μέσα στην ακοή μου σιωπηλή απομένεις.
Τ’ αστέρια ανάβουνε και πέφτουν
Όμως εσύ μέσα στα μάτια μου σταματημένη λάμπεις.
Η γεύση σου, όπως η σιωπή μέσα σε σπήλαιο,
Δροσερή κυματίζει μες στο στόμα μου
Και πάνω στου νερού το κρύσταλλο
Αόριστα μου παρουσιάζεται το χέρι σου
Με των φλεβών του το λεπτότατο δίχτυ.
*
Ω, από ποιάν ύλη λοιπόν είμαι πλασμένος
Που όλο με διαπερνά το βλέμμα σου και με μεταμορφώνει;
Ποιό πνεύμα και ποιό φέγγος,
Ποιό θαύμα
Μες από του μηδενός την πάχνη μού επιτρέπουν
Τις πράες πλαγιές του γόνιμού σου σώματος να περιτρέχω;
Κι όπως ο Λόγος σ’ ένα πνεύμα ολάνοιχτο
Δύναμαι στο μυστήριό σου να καταβυθίζομαι!
Το αίμα σου σα ροδόθαμνος
Πάλλεται ατέλειωτα
Το αιώνιο ρεύμα μεταφέροντας
Στα μάγουλά σου για ν’ ανθίζει ο έρωτας
Και να ωριμάζει, άγιος καρπός, η μήτρα σου.
Το ευαίσθητο έδαφος κεντάνε του στομάχου σου
Χιλιάδες μικρές ρίζες συμπλεκόμενες
Κόμπο τον κόμπο υφαίνοντας, ξυφαίνοντας
Το λεπτό νήμα τους
Για να συνάζει όλο το σμήνος των χυμών σου,
Και τα όμορφα δεντρύλλια των πνευμόνων σου
Να ψιθυρίζουνε την ίδια τους τη δόξα.
Η αθάνατη ύλη, μαγεμένη, ακολουθεί το δρόμο της
Εντός σου, μες στις σήραγγες των σπλάχνων σου
Και των απορριμμάτων ο σωρός, πλούσια ζωή
Κερδίζει πάλι
Μέσα στις αρτεσιανές πηγές των πρόθυμων νεφρών σου.
Εντός σου λόφων κύματα ανυψώνονται,
Αστερισμοί δονούνται,
Λίμνες μετακινούνται, φάμπρικες εργάζονται,
Έντομα – φύκια
Μερμηγκιάζουν
Η καλοσύνη κι η σκληρότητα·
Ο ήλιος λάμπει, ένα χλωμό βόρειο σέλας θαμποφέγγει –
Μέσα στην ύπαρξή σου
Περιπλανάται η αιωνιότητα ανεπίγνωστη.
*
Καθώς αίματος θρόμβοι
Αυτά τα λόγια
Πέφτουν μπροστά σου.
Τραυλίζει η ύπαρξη,
Μιλούν καθάρια οι νόμοι μόνον
Όμως τα βιομηχανικά όργανά μου
Που από τη μια στην άλλη μέρα με ξαναγεννάνε,
Ετοιμάζονται τώρα να σιγήσουν.
Όμως τα πάντα, ώς τη στιγμήν εκείνη, θα καλούν εσένα,
Εσέ τη διαλεγμένη
Μες απ’ τα πλήθη δύο δισεκατομμυρίων –
Ω, εσύ μοναδική, ω εσύ
Λίκνο γλυκύ, τάφε πανίσχυρε, ζωντανή κλίνη,
Δέξου με εντός σου!
(Α, τί πανύψηλος αυτός ο θόλος ο αυγινός!
Στο μέταλλό του στρατιές ολόκληρες αστράφτουν
Λάμψη πλατιά τα μάτια μου θαμβώνει.
Θαρρώ πως αφανίζομαι.
Κι ακούω την ίδια την καρδιά μου να χτυπάει
Πάνω απ’ τον ίδιο εμένα πλαταγίζοντας.)
*
Άσμα επικουρικό
Το τραίνο με τραβάει. Σ’ ακολουθώ.
Ίσως και να σε φτάσω τώρα ακόμα,
Ίσως να σβήσω του μετώπου μου τον πυρετό,
Ίσως μου πει γλυκά τ’ ωραίο σου στόμα:
Δεν παίρνεις το λουτρό σου – το νερό είναι χλιαρό.
Πάρε και την πετσέτα σου, σκουπίσου.
Η πείνα σου ας πραΰνει, σούχω κρέας ψητό.
Κει που πλαγιάζω, η κλίνη είναι δική σου.
Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος.
Από το βιβλίο: Αττίλα Γιόζεφ, «Ποιήματα», Απόδοση Γιάννη Ρίτσου, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1975 (2η έκδοση), σελ. 22-25.
Ετικέτες
ΟΥΓΓΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΡΙΤΣΟΣ,
JÓZSEF (ATTILA)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου