Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

ΛΑΣΠΗ



ΓΕΩΡΓΙΟΣ Σ. ΖΟΥΦΡΕΣ (1878-1906)


ΓΥΝΑΙΚΑ



               Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον


Πλάστης κι εγώ, πήρα απ’ τη γη το ταπεινό το χώμα
  Κ’ έπλασε εσέ τρισόμορφη γυναίκα. Μες στο στόμα
  Φιλώντας σε σού στάλαξα μες στ’ αδειανά σου στήθ
  Το θησαυτρό που έκρυβα μες στης καρδιάς τα βύθη,
Στις αδειανές και άψυχες τις κώχες των ματιώ σου
  Εβύθισα το βλέμμα μου (καθρέφτη της ψυχής μου)
  Και φως ουράνιο φώτισε λαμπρό το πρόσωπό σου
  Κ’ έφεξες άστρο φωτεινό στη νύχτα της ζωής μου.
Σε βάθρο απάνω σ’ έστησα χρυσό, κι’ ερωτεμένος,
  Περήφανος για το έργο μου, πιστός και θαμπωμένος
  Γονάτισα και σκύβοντας με σεβασμό μπροστά σου,
  Επτά φορές ορκίστηκα στο τίμιο τ’ όνομά σου.
Μα αλλοίμονο· κουράστηκα και σφάλισα τα μάτια
  Στον ύπνο, και σαν ξύπνησα το πλάσμα των χεριώ μου
  Λάσπη ’χε γίνει σαν και πριν, γκρεμίστηκε κομμάτια,
  Και με τα χέρια σκέπασα, τα δυό, το πρόσωπό μου.



Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νουμάς», χρόνος Δ΄, φυλλ. 220.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου