MAX JACOB
ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΤΟΥ ΛΕΙΠΕΙ Η ΕΝΟΤΗΤΑ
Όλα γίνονται όπως και στην εποχή του Αλφρέ ντε Μυσέ. Νά με σ’ ένα επιπλωμένο ξενοδοχείο της οδού Ραμπάρ: ένας συνθέτης με κατσαδιάζει, υπό το φως των κηρίων, που δεν έχω έρθει στην Όπερα ν’ ακούσω το μπαλέτο του: μετά σ’ ένα παλιό πιάνο με ουρά ασκούμαι στο να κρατώ τις κορώνες διαρκείας, ενώ εκείνος προβαίνει σε φωνητικές παραλλαγές… και υπήρχε και μια γυναίκα στην παστάδα, αλλά αυτή η γυναίκα ήταν απλώς η άρρωστη μητέρα του.
Νά με στη χοροεσπερίδα· ο κόσμος κάνει εικασίες: «Προσέξτε πώς είναι ντυμένη! φοράει κόκκινο τουρμπάνι, το ίδιο και η κόρη της! Αγαπάει, κυρίες μου, αγαπάει! Η ερίτιμος κυρία Ντε Ποντ-Αβέν είναι ερωτευμένη. Όλα τούτα τα τουρμπάνια! Αυτές οι αλλαγές στην κόμμωση! Όλη νύχτα στα σαλόνια τη βλέπεις, μόνο και μόνο επειδή είναι κι αυτός εκεί!» Όταν μπήκα, δύο κυρίες με ρώτησαν ποια από τις δύο μού άρεσε περισσότερο, κι εμένα μου άρεσαν και οι δυό τους. Ένας κύριος, και πολύ κύριος, μάς έδειξε πώς να χορεύουμε ίνγκλις τσέιν, και το μάθημα με την εγγλέζικη αλυσίδα δεν έλεγε να πάρει τέλος. Με μια επινόηση τόσο τολμηρή όσο και μεγαλοφυή, κι ενόσω οργανωνότανε το ίνγκλις τσέιν, χαμηλώσαμε τη γκαζόλαμπα (μα είχαμε γκαζόλαμπα;) και μεγαλώσαμε τη λάμψη, ενώ η μουσική πήρε πάνω της σε ένταση. Όταν σχηματίστηκε η αλυσίδα, το πιάνο πήγαινε πρίμα, το ίδιο και η γκαζόλαμπα. Τί επινόηση! Τώρα ήμουν κοντά στο τζάκι: η οικοδέσποινα μού είχε στείλει λουλούδια, επειδή ήμουν άρρωστος· τα καλάθια με τα λουλούδια μ’ έκαναν να κλαίω και συνάμα να γελάω. Το σαλόνι ήταν γεμάτο με τουρμπάνια και γυμνούς ώμους: όλοι αυτοί οι άνθρωποι έμοιαζαν με κομπάρσους του Γαλλικού Θεάτρου. Δύο γυναίκες έλεγαν: «Στον κόσμο μας κανείς δεν είναι κορόιδο και κανείς δεν κάνει το κορόιδο!» Κάποιοι κύριοι, αφού επάσχισαν να θυμηθούν ένα αίνιγμα που πιάνει δυό στίχους, μετά βγήκαν έξω να μονομαχήσουν. Όλοι παρατήρησαν πολύ τις χαρές μου, τα δάκρυά μου, τα λουλούδια μου δίπλα στο τζάκι.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου