PABLO
NERUDA
ΤΟ
ΓΕΛΙΟ ΣΟΥ
Πάρε
μου, άμα θέλεις, το ψωμί,
πάρε
μου και τον αέρα, όμως
μη
μου παίρνεις, όχι, το γέλιο σου.
Μη
μου παίρνεις το ρόδο,
το
δόρυ που τινάζεις,
το
νερό που αναβλύζει
μεμιάς
απ’ τη χαρά σου μέσα,
το
κύμα το απότομο
και
τ’ ασημένιο που γεννιέται εντός σου.
Σκληρός
είν’ ο αγώνας μου σκληρότατος
και
με μάτια γυρίζω σπίτι κατάκοπα
όλο
να βλέπω και να βλέπω
τη
γη που δεν αλλάζει·
μπαίνει
όμως το γέλιο σου,
ανεβαίνει
στα ουράνια ψάχνοντάς με
και
μου ανοίγει όλες τότε
της
ζωής σου τις πόρτες.
Αγάπη
μου, στις ώρες μου
τις
σκοτεινές τινάζεται
το
γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
βλέπεις
το αίμα μου
τις
πέτρες στο δρόμο να λερώνει,
γέλα,
γέλα, και το γέλιο σου
θά
’ναι στα χέρια τα δικά μου
σαν
το σπαθί τ’ ολόδροσο.
Πλάι
στη φθινοπωριάτικη θάλασσα,
ας
ξαμολήσει λέω το γέλιο σου
τον
αφρισμένο καταρράκτη του·
όσο
πάλι για την άνοιξη,
το
γέλιο σου ποθώ, αγάπη μου, σαν
το
άνθος που καιρό περίμενα,
το
άνθος το γαλάζιο, το ρόδο
της
πατρίδας μου εμένα της ολόβουης.
Γέλα
σαν νυχτώνει,
σαν
ξημερώνει, σαν έχει φεγγάρι,
γέλα
στους δρόμους του νησιού
με
τις κλειστές στροφές τους,
γέλα
και με τούτο τ’ άγαρμπο
παιδί
που σ’ αγαπάει αγορίστικα,
μα
όταν εγώ ανοίγω
τα
μάτια και τα κλείνω,
όταν
τα βήματά μου πάνε
κι
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
ψωμί
αρνήσου μου και αέρα,
το
φως, την άνοιξη αρνήσου μου,
αλλά
ποτέ ποτέ το γέλιο σου –
αλλιώς
πεθαίνω.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου