ALEKSANDAR VUČO
ΤΟ
ΒΡΑΔΥ ΕΚΕΙΝΟ…
Το βράδυ εκείνο, που άρχισε μ’ ένα
ματωμένο ηλιοβασίλεμα και τελείωσε με γαλήνια και τελείως άκακα αστέρια, τα
πάντα βρίσκονταν σε αταξία. Αμαξοστοιχίες ξεμπούκαραν συνέχεια από τους
σταθμούς και έτρεχαν σαν τρελές χωρίς επιβάτες. Θέατρα και σινεμάδες — δεν
είχανε μέσα ψυχή.
Ο
κόσμος στους δρόμους αγνοούσε τους γνωστούς του. Στις σκιές του εσπερινού φωτός
κάτι άνθρωποι έμοιαζαν με τρωκτικά που κάνανε σάλτους, κάτι άλλοι ήσαν σάμπως
αιχμηρά όργανα χειρουργών, και άλλοι πάλι έπαιρναν αλλόκοτα σχήματα — σού
’διναν πάνω-κάτω την εντύπωση σκελετών από πουλιά ή σπάνια ψάρια.
Ένας
άντρας, που κανείς δεν τον ήξερε, κολύμπαγε στη μέση του ποταμού ακολουθώντας τα
ίχνη της σελήνης που έλαμπε. Και αυτό που θα συνέβαινε το περίμεναν όλοι.
Κοντά
στα μεσάνυχτα η θύελλα πλάκωσε ορμητική από το δάσος κι έπεσε πάνω στην
περιπολία που πέρναγε πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών μας.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου