ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Στον
Πειραιά το τρένο, έτοιμο να φύγει.
Τύχη καλή της πόλης μπήκ’ ένας γηραλέος
και
κάθισε αντίκρυ. Με γάζες το χέρι
δεμένο,
δυο σακούλες κρατούσε απ’ τ’ άλλο
και
σταθερό το βήμα, τρισέβαστη ακμή.
Έν’
άχρηστό του σχόλιο μιαν άβολη σιωπή
προκάλεσε
στους νέους, απόπειρα γνωστή
των
γέρων για κουβέντα. Χαμόγελο απλό
είν’
αρκετό σαν θέλεις να κάμουνε αρχή
μαζί
σου. Κάτι ξένε θα μάθεις αν δώσεις
ελάχιστο
έναν τόπο, μια ίνα της καρδιάς.
Και
μάλιστα πολέμους αν ζήσαν φοβερούς
στα
νιάτα τους, εκείνα πάντα θ’ ανατρέχουν.
Αριστερός
τα χρόνια τ’ αδελφοσκοτωμού.
Πόλη,
χωριό, δεν είπε, στην Πελοπόννησο.
Ο
δάσκαλος δραστήριος κι αγαπητός πολύ,
σύνδεσμος
με το κόμμα. Μετά το φόνο του
πετάξανε
το πτώμα στη μέση του δρόμου.
Παρήγγειλαν
στον κόσμο να μη νοιαστεί κανείς
αλλιώς
την ίδια μοίρα θα ‘χει. Μια δασκάλα
φίλη,
συνάδελφος, στο τέλος αδελφή του
δεν
άργησε το χρέος να πάει να πληρώσει.
Οι
πράξεις ίδιες, ίδιοι Θηβαίοι στον αιώνα.
Δεν
ήξερε τ’ αρχαία δράματα ο γέρος
μα
είχε μάθει το έργο καλά κι ανάποδα.
Άφθαστος,
μόνος δάσκαλος ο πόνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου