Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

ΓΡΑΝΑΔΑ

 


FEDERICO GARCIA LORCA

 

ΓΡΑΝΑΔΑ

(Ταπεινή ελεγεία)

 

Την ελεγεία σου, Γρανάδα, τη λένε τ’ άστρα εκείνα

που από τον ουρανό τρυπούν τη μαύρη καρδιά σου.

Τη λέει του κάμπου σου ο χαμένος ορίζοντας,

την επαναλαμβάνει επίσημα ο κισσός που παραδίνεται

στη σιωπηλή θωπεία του αρχαίου πυργίσκου.

 

Η ελεγεία σου, Γρανάδα, είναι σιωπή σκουριασμένη,

μια σιωπή ήδη νεκρή· και να ονειρευτεί τώρα δεν γίνεται.

Όταν τσακίστηκε η γοητεία, οι φλέβες σου αιμορραγούσαν·

το αθάνατο άρωμα που κατεβάζανε τα ποτάμια

έγινε φυσαλίδες δακρύων εκβάλλοντας στην πάνηχη θάλασσα.

 

Ο ήχος του νερού είναι σαν παμπάλαιη σκόνη

που σκεπάζει τις επάλξεις σου, τα δάση σου, τους κήπους σου·

είναι νερό νεκρό που είναι των λαβωμένων πύργων σου αίμα·

είναι νερό που είναι όλη η ψυχή χίλιων λειωμένων ομιχλών

και μετατρέπει τα λιθάρια σε γιασεμιά και κρίνους.

 

Σήμερα, Γρανάδα, αν και ήδη νεκρή για πάντα,

ορθώνεις ως ανάχωμα χιονιού και σάβανο ήλιου

έναν γιγαντιαίο σκελετό από ένδοξη σουλτανίνα

που τον έφαγαν δάση γεμάτα δάφνες και ροδώνες

και που τον βλέπει ο ισπανός ποιητής και κλαίει.

 

Σήμερα, Γρανάδα, σηκώνεσαι φρουρούμενη από κυπαρίσσια

(πετρωμένες φλόγες του παλιού σου πάθους).

Ο χρυσός πορτοκαλεώνας έχει φύγει πια απ’ το στήθος σου,

όπως και ο εκστατικός φοίνικας του αφρικανικού θησαυρού –

το χιόνι μένει μόνο του νερού και το τραγούδι του.

 

Οι πύργοι σου είναι τώρα πια σκιές. Στάχτες οι γρανίτες σου –

σε καταστρέφει συνεχώς ο χρόνος. Ο πολιτισμός

χώνει το κεφάλι του στην ιερή σου μήτρα,

και εκείνη η μήτρα που κυοφορούσε αγριότητα, σήμερα,

μολονότι νεκρή, στη βεβήλωση σθεναρή προβάλλει αντίσταση.

 

Εσύ κάποτε είχες δικούς σου τους χείμαρρους των ρόδων,

είχες ορδές πολεμιστών με σημαίες που κυματίζανε στον άνεμο,

μαρμάρινους μιναρέδες με μεταξωτά τουρμπάνια,

κυψέλες μουσικές ανάμεσα στις λεωφόρους, μα είχες

και νερόλακκους σαν σφίγγες του νερού στο στερέωμα.

 

Εσύ κάποτε είχες ανάβρες αρωμάτων, όπου ξεδίψαγαν

τα βασιλικά καραβάνια, ζώα μαζί και άνθρωποι·

σου δίναν κεχριμπάρι και γι’ αντάλλαγμα τους έδινες ασήμι –

σ’ εκείνες τις άλικες ακτές εκείνες τις πηγές σου

τις είδανε ορθάνοιχτα, κατάπληκτα της Ανατολής τα μάτια.

 

Εσύ, της πανσελήνου και των αναπολήσεων πόλη,

που εστέγαζες γιγαντιαία πάθη ερωτικά, σήμερα,

όντας πια νεκρή, αναπαύεσαι σε κόκκινους λόφους

κι ανάμεσα στους γερασμένους κισσούς των ερειπίων σου

έχεις του γλυκού αηδονιού τον κελαϊδισμό τον πένθιμο.

 

Τί έμεινε άραγε απ’ τα τείχη σου παντοτινό, Γρανάδα;

Το δυνατό άρωμα της μαγεμένης σου φυλής έμεινε

και σου έχει αφήσει ρέματα και αυλάκια ομίχλης.

Ή μήπως είναι η θλίψη σου θλίψη ιθαγενής

και από τότε που εγεννήθηκες είσαι πάντα σκεπτική, μπλεγμένη

μες στους πύργους σου σε όλων των καιρών το διάβα;

 

Σήμερα, πόλη μελαγχολική του κυπαρισσιού και του νερού,

στους γερασμένους σου κισσούς μού κόβεται η φωνή μου.

Να βουλιάξεις τους πύργους σου!

Την παλιά σου να βουλιάξεις την Αλάμπρα!:

μαραμένη και σπασμένη πια επάνω στο βουνό παραπονιέται,

και θέλει να της πέσουν τα φύλλα της σαν μαρμάρινο άνθος.

 

Επελαύνουν οι χώροι σου με τη συμπαγή και στιβαρή σκιά τους.

Την αρρενωπή φυλή που σε σχημάτισε μονίμως την ξεχνάνε!

Και σήμερα, που οι άνθρωποι βεβηλώνουν την ταφική σου γοητεία,

εγώ θέλω νά ’ρθει το τραγούδι μου να κοιμηθεί στα ερείπιά σου

σαν το πουλί που κυνηγός απ’ τ’ άστρα φερμένος το έχει λαβώσει.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου