ENRIQUE GÓMEZ CORREA
ΑΠ’ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ ΞΕΧΩΡΙΖΕΙ ΤΟ ΠΟΥΛΙ
Της πόλης φώτα πάνω απ’ τη χαμένη πόλη
Αστέρι πεντακάθαρο τα εντελώς άμαθα χέρια
Στα ίδια δε τα γόνατα και προς χρήσιν της σιωπής
Έβλεπες χωρίς και να τις ξεχωρίζεις τις σκιές
Του φιλιού τ’ αντίποινα
Έβαζες τα χέρια σου χίλια κομμάτια
Αριστερά ο φασιανός
Στα δεξιά τους μια φωλιά με αετόπουλα.
Οι ιστορίες
Τα στιγμιαία κεφάλια
Το απίθανο λαρύγγι
Ο περιπλανώμενος
Το φιλί στη ρίζα του χειλιού της
Στο τέλος οι καθημερινές ευχές
Όπως και τα βλέμματα
Τα στείρα.
Να ονειρεύεσαι έτσι έως εξαντλήσεως
Κάτι γάντια βελούδινα
Ένα τραπέζι με ατέλειες με τραμπάλισμα με ελπίδες
Τραπέζι φαυλότατο.
Αλλού ο φόβος η μοναξιά
Το δέντρο τρομάζει — ερινύες
Τα χείλη του τα σπασμένα απ’ τη σιωπή
Η λήθη και της μνήμης οι εκπορεύσεις
Από τον έρωτα στ’ αφτί στο στόμα στο γέλιο
Για πάντα τα πουλιά τα τσακισμένα από τον ήλιο.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου