ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΑΥΡΑΚΗ
ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΗΔΕΙΑ Ι
Καημένη μάνα
Ώρες ώρες απορώ μαζί σου. Τόσο αδύναμη, εσύ, που κάποτε το έσκασες απ΄ το
παλάτι του πατέρα σου μαζί με το χρυσάφι του. Για τα μάτια ενός ωραίου Έλληνα
ταξιδευτή.
Τόσο απρόβλεπτη. Σ’ αγαπώ. Και σε λυπάμαι.
Οργώνεις τα δωμάτια σαν τρελή, τραβάς τα μαλλιά σου, γδέρνεσαι. Κι έπειτα
στολίζεις όπως όπως την ασχήμια σου –μην τάχα κι έρθει εκείνος.
Μάταια. Ο πατέρας όπου να ΄ναι φέρνει τη νέα γυναίκα του, από βασιλική γενιά και
τούτη. Σε διατάζει να τη σέβεσαι –αλλιώς σε διώχνει αμέσως. Δεν έχει το θεό του – σε
τρελαίνει.
Κι εσύ τον απειλείς τάχα με ύβρεις και κατάρες, πως θα του κόψεις το κορμί με το πιο
ακριβό μαχαίρι.
Καημένη, μάνα. Αφού τον αγαπάς ακόμη. Ποτέ σου δε θα σήκωνες χέρι επάνω του.
Όλα τα χρυσάφια γύρω μας εσύ του χάρισες με την καρδιά σου. Απόμεινες
πάμφτωχη.
Μοναδική περιουσία σου, εμείς εγώ και ο αδελφός μου. Αρκέσου στην αγάπη μας, πιο
πλούσια να γίνεις. Ή, αν αντέχεις, φύγε. Θα σε ακολουθήσουμε.
Δύστυχη, και τη ζωή μου θα ‘δινα για σένα.
Άλλη επιλογή δεν έχεις. Η τύχη και η δόξα σου εμείς,
εγώ και ο αδελφός μου.
ΓΕΛΩΤΟΙΠΟΙΟΣ
Τα κουδουνάκια με ειδοποιούσαν πάντα πως ερχόταν
Δυο δυο σε κάθε του μανίκι
Κι ακόμη ένα μεγαλύτερο –στην άκρη στο καπέλο
Αμίλητη φασαρία πολύχρωμη
κόκκινο κίτρινο και μαύρο
πορτοκαλί με πράσινο. Και λίγο μαύρο
Πάντα υπήρχε λίγο μαύρο:
όσο δοκίμαζε τις πόζες του
άνοιγε τα σαγόνια
κατάπινε τους ώμους, τα πόδια, το καπέλο
τα χρώματα που έλιωναν στο στόμα
τέλος το λευκασμένο πρόσωπο
με το ζωγραφιστό χαμόγελο
Δεν ήθελα να τον κοιτάζω πια
να σπάσω μόνο ήθελα το επίμονο χαμόγελο
Ας σπάραζε
Θα ήταν πιο παρήγορο
Θα σήμαινε τουλάχιστον
Πως κάποτε οι ματιές μας
Πιασμένες χέρι χέρι
Μίλησαν για τον πόνο
158
Τα κουδουνάκια απομακρύνονταν πάντα τελευταία
Μέσ’ το μυαλό μου τα ακούω να ηχούν ακόμη
σαν απειλή
Δεν ξέρω αν είναι από φόβο
ή από μια συνήθεια απλή
Ακόμα τον περιμένω
ΟΔΟΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
Της Κατερίνας και του Άκη
Βράδια Σαββάτου
άστεγοι
ανοίγαμε την πόρτα της αυλής
με συνθηματικό χαμόγελο
μας έμπαζε
σ΄ ένα παράλληλο σύμπαν
επισκέπτες
σημάδια, αναμνήσεις χρώματα και μυρωδιές
στο κάθε βήμα της
το σπίτι φύτρωνε καινούριο
κρατιόμασταν από τα μακριά μαλλιά της
φτάναμε στον πυθμένα του σπιτιού
παλιά ζεστή κουζίνα
στη γλώσσα της ευαισθησίας
μεταφράζαμε λέξη τη λέξη
ταξίδια εμπειρίες χολωμένο χρόνο
μήπως καταλάβουμε την άρνησή της
να τραφεί με σάρκα
κι όμως να ψωνίζει του χασάπη
που ‘χει τέσσερα παιδιά
για να μην κλείσει
να ψωνίζει του μπακάλη
κι ας πουλάει ακριβά
Κι ας γνωρίζει πως μόνη
δε θα καταφέρει
ούτε το σφάγιο να σώσει
ούτε τον χασάπη
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΑΙΔΙ
Ο πατέρας δεν υπήρξε γενναιόδωρος
κρατούσε στις ντουλάπες του
πανάκριβα κρυμμένα χάδια
λέξεις βαρύτιμες αγάπης
στα σεντούκια
κλείδωνε τις σκέψεις του
Τα βράδια κάπνιζε πολύ
και έπινε
Θα ΄ταν καλύτερα
αν μας άφηνε
να πάρουμε το φόβο του μια βόλτα
απ’ το χέρι
σαν τον μικρό μας αδελφό
Κι όμως αν μας έβλεπε
θα θύμωνε ο πατέρας
θα προσπαθούσε να μας απειλήσει
με όπλα ενηλίκου
να μας αιχμαλωτίσει
δεμένους χειροπόδαρα
με το καθήκον μας
να παριστάνουμε παιδιά
ενήλικων γονέων
κ. Κεντρωτή, η φιλοξενία των ποιημάτων στο αγαπημένο "Αλωνάκι" με τιμά ιδιαίτερα.
ΑπάντησηΔιαγραφή