PABLO NERUDA
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΜΑΔΡΙΤΗ ΤΟ 1935
Μὰ κι αὐτὴ ἡ Μαδρίτη! Πηγαίναμε μαζὶ μὲ τὴ γαλικιανὴ ζωγράφο Μαρούχα Μάγιο στὰ πιὸ μακρινὰ προάστια ψάχνοντας νὰ βροῦμε σπίτια ποὺ πουλοῦσαν σπάρτα καὶ ψάθες, σπίτια ἄλλα, ἐκεῖ ποὺ δούλευαν οἱ βαρελάδες, οἱ σχοινάδες, οἱ βιοτέχνες ποὺ δούλευαν τὰ πάσης φύσεως ξερὰ ὑλικὰ τῆς Ἰσπανίας, ὑλικὰ ποὺ τυλίγουν καὶ σφίγγουν καὶ πνίγουν τὴν καρδιά της. Ἡ Ἰσπανία εἶναι ξερὴ καὶ πετρώδης· ὁ ἥλιος τὴ χτυπάει κάθετα, οἱ πεδιάδες της πετᾶνε σπίθες, καὶ μὲ τὴ σκόνη, ποὺ στροβιλίζονται παντοῦ, κατασκευάζονται πύργοι ἀπὸ φῶς. Οἱ μόνοι ἀληθινοὶ ποταμοὶ τῆς Ἰσπανίας εἶναι οἱ ποιητές της: ὁ Κεβέδο μὲ τὰ βαθιὰ πράσινα νερά του καὶ τοὺς μελανοὺς ἀφρούς· ὁ Καλδερὸν μὲ τὶς συλλαβές του ποὺ τραγουδᾶνε· οἱ κρυστάλλινοι ἀδελφοὶ Ἀρχενσόλα· ὁ Γκόνγκορα: ποταμὸς ὅλο ρουμπίνια.
Τὸν Βάγιε-Ἰνκλὰν τὸν εἶδα μόνο μία φορά. Πολὺ κομψός, μὲ τὴν ἀτελείωτα μακριά του γενειάδα, μοῦ φάνηκε σάμπως νά ᾽βγαινε μέσα ἀπὸ τὰ φύλλα τῶν βιβλίων του, ἔχοντας τυπωθεῖ καὶ ὁ ἴδιος ἐκεῖ, στὸ κιτρινισμένο χρῶμα τῶν σελίδων τους.
Τὸν Ραμὸν Γκόμεθ δὲ λὰ Σέρνα πρῶτα τὸν γνώρισα ἀπομονωμένον στὴν κρύπτη του, στὸ Πόμβο, καὶ κατόπιν τὸν εἶδα καὶ στὸ σπίτι του. Ποτέ δὲν ξέχασα τὴ στεντόρεια φωνὴ τοῦ Ραμόν, ποὺ διηύθυνε ἀπὸ τὸ κάθισμά του στὸ καφὲ τὴ συζήτηση ἐν μέσω γέλιων, στοχασμῶν καὶ καπνῶν. Ὁ Ραμὸν Γκόμεθ δὲ λὰ Σέρνα εἶναι γιὰ μένα ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους συγγραφεῖς τῆς γλώσσας μας, στὴ δὲ μεγαλοφυΐα του συγκεντρώνεται ἡ πάγχρωμη καὶ ἀνομοιγενὴς μεγαλοσύνη τοῦ Κεβέδο καὶ τοῦ Πικάσο. Ὁποιαδήποτε σελίδα τοῦ Ραμὸν Γκόμεθ δὲ λὰ Σέρνα διερευνᾶ σὰν νυφίτσα ὅ,τι εἶναι φυσικὸ καὶ μεταφυσικό, μπαίνει καὶ ἐξετάζει τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ φάντασμά της, καὶ ὅ,τι ξέρει καὶ ἔχει γράψει γιὰ τὴν Ἰσπανία δὲν τὸ εἶχε πεῖ κανεὶς ἄλλος πρὶν ἀπ᾽ αὐτόν. Ὑπῆρξε συσσωρευτὴς σύμπαντος μυστικοῦ. Ἄλλαξε τὴ σύνταξη τῆς γλώσσας μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια, ἀφήνοντάς την νὰ ἐμπνέεται ἀπὸ τὰ δακτυλικά του ἀποτυπωματα ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὰ σβήσει.
Τὸν δὸν Ἀντόνιο Ματσάδο τὸν εἶδα πολλὲς φορὲς νὰ κάθεται στὸ καφέ του, νὰ φοράει πάντα τὸ μαῦρο κουστούμι τοῦ συμβολαιογράφου, νὰ εἶναι πολὺ σιωπηλὸς καὶ διακριτικός, γλυκὸς καὶ σοβαρὸς σὰν ἰσπανικὸ γέρικο δέντρο. Εἶναι σίγουρα ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ φαρμακόγλωσσος Χουὰν Ραμὸν Χιμένεθ, αὐτὸ τὸ διαβολικὸ γεροντόπαιδο τῆς ποίησης, γιὰ τὸν δὸν Ἀντόνιο: ὅτι ἦταν πάντοτε γεμάτος στάχτες καὶ ὅτι περπατοῦσε ἔχοντας φυλαγμένα στὶς τσέπες του μόνο ἀποτσίγαρα.
Ὁ Χουὰν Ραμὸν Χιμένεθ, ποιητὴς περίλαμπρος, ἐπιφορτίστηκε μὲ τὴν ἀποστολὴ νὰ μοῦ καταστήσει γνωστὴ τὴν θρυλικὴ ἰσπανικὴ ζηλοφθονία. Τοῦτος ὁ ποιητής, ποὺ δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ φθονεῖ κανέναν καὶ ποὺ τὸ ἔργο του ἀκτινοβολεῖ καὶ φωτίζει τὰ σκοτάδια τοῦ αἰώνα μας, ζοῦσε σὰν ψευδοερημίτης, ἐμπαίζοντας ἀπὸ τὸ κρησφύγετό του ὅποιον πίστευε ὅτι τὸν ἐπισκίαζε.
Οἱ νεαροὶ ποιητές —ὁ Λόρκα, ὁ Ἀλβέρτι, ἀλλὰ καὶ ὁ Χόρχε Γκιγιὲν καὶ ὁ Πέδρο Σαλίνας— καταδιώκονταν ἐπιμόνως ἀπὸ τὸν Χουὰν Ραμὸν Χιμένεθ, ἀπὸ αὐτὸν τὸν γενειοφόρο δαίμονα ποὺ καθημερινῶς ἐξαπέλυε τὰ βέλη του πότε ἐνάντια στὸν ἕναν καὶ πότε ἐνάντια στὸν ἄλλον. Καὶ σὲ μένα ἐνάντια ἔγραφε κάθε βδομάδα κάτι κακεντρεχῆ σχόλια ποὺ δημοσιεύονταν τὶς Κυριακὲς στὴν ἐφημερίδα Ἐλ Σόλ. Προσωπικῶς προτίμησα νὰ ζῶ καὶ νὰ τὸν ἀφήσω κι ἐκεῖνον νὰ ζεῖ. Ποτὲ δὲν μ᾽ ἔνοιαξε τίποτα ἀπ᾽ αὐτά. Δὲν ἀπάντησα —οὔτε ἀπαντῶ ποτέ— στὶς φιλολογικὲς ἐπιθέσεις.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Pablo Neruda, Confiesο que he vivido, Seix Barral. Barcelona 2017, σσ. 135-136.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου