BERTOLT
BRECHT
ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΤΩΝ
1
Απ’ το ρακί και τη μουχράδα τρελαμένοι!
Τα κύματα να τους τρυπούν και την κοράτσα!
Από της άσπρης νύχτας τον χιονιά σφαγμένοι!
Χλωμή στου καταρτιού την κόφα νά ’χουν φάτσα!
Και να τους ψήνει ο ήλιος, να τους αρρωσταίνει.
(Μα πού ’χε πάει, σαν τον θέλαν τον χειμώνα;!)
Η πείνα, ο πυρετός και η βρώμα που δεν βγαίνει
τους σπρώχνουνε να λεν του πόνου τον κανόνα.
Αχ ουρανέ! Αχ ο γαλανός πλατύς
σου δρόμος!
Αχ άνεμε μεγάλε! Αχ, φύσα τα
πανιά μας!
Δικοί σας είμαστε όλοι εμείς,
δικοί σας! Όμως
η θάλασσα είναι, Παναγίτσα μου,
δικιά μας!
2
Χωράφι δεν αφήσαν πίσω τους σπαρμένο·
ούτε ταβέρνα νά ’χει μουσική, να πάνε·
χοροί με γκόμενες και αψέντι φλογισμένο,
χαρτιά, γκανιότες στη στεριά δεν τους κρατάνε.
Καβγάδες, τσαμπουκάδες, στιλετιές: όλα ίδια!
Ξενύχτια, θηλυκά, τα πάντα βαρεθήκαν.
Του πλοίου τους τα σάπια αγαπούν σανίδια,
και το σκαρί του κάνανε γλυκιά πατρίδα.
Αχ ουρανέ! Αχ ο γαλανός πλατύς
σου δρόμος!
Αχ άνεμε μεγάλε! Αχ, φύσα τα
πανιά μας!
Δικοί σας είμαστε όλοι εμείς, δικοί
σας! Όμως
η θάλασσα είναι, Παναγίτσα μου,
δικιά μας!
3
Τα ξύλα απ’ τα ποντίκια είναι μες στις τρύπες.
Πανούκλα τους θερίζει τα κορμιά με λύσσα.
Με το πιοτό βλαστήμαγαν κι ανάβαν πίπες.
Κι αγάπαγαν τα πάντα εκεί όπως και να ήσαν.
Και τα μακριά μαλλιά τους δένουν στο κατάρτι
να κρατηθούν, μπουρίνι όποτε ξεσπάει.
Στον ουρανό θα πήγαιναν, και δίχως χάρτη,
καράβι φτάνει να βρισκόταν να τους πάει.
Αχ ουρανέ! Αχ ο γαλανός πλατύς
σου δρόμος!
Αχ άνεμε μεγάλε! Αχ, φύσα τα
πανιά μας!
Δικοί σας είμαστε όλοι εμείς,
δικοί σας! Όμως
η θάλασσα είναι, Παναγίτσα μου,
δικιά μας!
4
Μετάξια και χρυσό, πολύτιμα πετράδια
αρπάζουν κι έχουνε στο σαπιοκάραβό τους·
και με κρασιά γλεντούν κλεμμένα, ενώ τα άδεια
στομάχια πλένουν με το πνεύμα το ακριβό τους.
Βελούδα από πανιά κινέζικης τούς ντύνουν
πιρόγας το τομάρι τους το αργασμένο.
Και σαν μεθοκοπάνε, πάνε και ξεδίνουν
σε τσακωμό που εστήσαν προμελετημένο.
Αχ ουρανέ! Αχ ο γαλανός πλατύς
σου δρόμος!
Αχ άνεμε μεγάλε! Αχ, φύσα τα
πανιά μας!
Δικοί σας είμαστε όλοι εμείς,
δικοί σας! Όμως
η θάλασσα είναι, Παναγίτσα μου,
δικιά μας!
5
Σκοτώνουνε ψυχρά και πάντα δίχως μίσος
αυτόν που θα τους μπει στο μάτι. Και με χάρη,
το θύμα τους το στραγγαλίζουν πιο άνετα ίσως
κι απ’ όσο στ’ άλμπουρο θα δέναν παλαμάρι.
Και πεθαμένο αν ν’ αγρυπνήσουνε τους τύχει,
τρεκλίζουν ζαλισμένοι στην ολονυχτία·
κι αν έχει εκεί νηφάλιος μείνει κατά τύχη
κανείς, πως είν’ τους λέει υποκείμενα αχρεία.
Αχ ουρανέ! Αχ ο γαλανός πλατύς
σου δρόμος!
Αχ άνεμε μεγάλε! Αχ, φύσα τα
πανιά μας!
Δικοί σας είμαστε όλοι εμείς,
δικοί σας! Όμως
η θάλασσα είναι, Παναγίτσα μου,
δικιά μας!
6
Των οριζόντων η θολή γραμμή τούς πίνει
με τη γαλήνη κάτω απ’ το ψυχρό φεγγάρι·
στη μαύρη μέσα νύχτα μ’ εαρινή σελήνη,
όπου είδηση κανείς κανέναν δεν θα πάρει,
αυτοί αγρικούν με λύκου αφτί και γύπα μάτι
που με του βλέμματος τη σπίθα σε σκοτώνει,
και τραγουδάνε, για να μην ξυλιάζουν, κάτι
που κάπου τους ξεβράζει, μόλις τελειώνει.
Αχ ουρανέ! Αχ ο γαλανός πλατύς
σου δρόμος!
Αχ άνεμε μεγάλε! Αχ, φύσα τα
πανιά μας!
Δικοί σας είμαστε όλοι εμείς,
δικοί σας! Όμως
η θάλασσα είναι, Παναγίτσα μου,
δικιά μας!
7
Χοντροκοιλιές ντερλικωμένες κουβαλάνε
σε πλοία ξένα σάμπως στο δικό τους σπίτι,
και μακαρίως πάνε και τις ακουμπάνε
στων ξένων γυναικών τη μυστική την κοίτη.
Καλοπερνάνε σαν ευγενικά θηρία.
Μεθούν με ανέμους και γαλάζιο. Εφτά και δέκα
ταυριά μες στο αίμα κουβαλάν και επ’ ευκαιρία
τα βάζουν να ξεσκίσουνε του άλλου τη γυναίκα.
Αχ ουρανέ! Αχ ο γαλανός πλατύς
σου δρόμος!
Αχ άνεμε μεγάλε! Αχ, φύσα τα
πανιά μας!
Δικοί σας είμαστε όλοι εμείς,
δικοί σας! Όμως
η θάλασσα είναι, Παναγίτσα μου,
δικιά μας!
8
Το γλέντι το πολύ αν τα πόδια σού κλατάρει
κι αν το στομάχι στου το σπριτ σ’ το κάνει χάλια,
σε φέρνουν όμως νά ’σαι και
ήλιος και φεγγάρι,
χοροί και λάμες σαν σε σφίγγουν σαν τανάλια.
Οι νύχτες οι έναστρες γλυκά τους νανουρίζουν
με μουσικές γαλήνιες μαγεμένων νόστων·
με φουσκωμένα τα πανιά μακριά αρμενίζουν,
πιο πέρα από τα μάκρη θαλασσών αγνώστων.
Αχ ουρανέ! Αχ ο γαλανός πλατύς
σου δρόμος!
Αχ άνεμε μεγάλε! Αχ, φύσα τα
πανιά μας!
Δικοί σας είμαστε όλοι εμείς,
δικοί σας! Όμως
η θάλασσα είναι, Παναγίτσα μου,
δικιά μας!
9
Μα κάποια εσπέρα θεοσκότεινη του Απρίλη
στον ουρανό δεν είχε ούτ’ έν’ αστέρι ανάψει·
κακός καιρός προμήνυμα τους είχε στείλει:
η θάλασσα θε ν’ άνοιγε για να τους χάψει.
Ο μέγας ουρανός που τόσο αγαπάνε
με κάπνα θλίβει αδρή τη όψη των αστέρων;
κι οι άνεμοι τα νέφη αλλόφρονα φυσάνε
για να κρυφτεί το φως στους πέπλους των αιθέρων.
Αχ ουρανέ! Αχ ο γαλανός πλατύς
σου δρόμος!
Αχ άνεμε μεγάλε! Αχ, φύσα τα
πανιά μας!
Δικοί σας είμαστε όλοι εμείς,
δικοί σας! Όμως
η θάλασσα είναι, Παναγίτσα μου,
δικιά μας!
10
Η μέρα με μι’ αβρή αύρα το πρωί είχε αρχίσει,
και τ’ αεράκια παίζανε ώς να πέσει η νύχτα·
σκοτάδι ορμάει μεμιάς, το φως το μπλε να σβήσε
και στο λαγούμι του άγριο το άκουγες που αλύχτα.
Εκείνοι νιώθανε να πλημμυρίζει λύπη
η θάλασσά τους που, για να τους φάει, ανοίχτη·
μετά τους παίρνει ο άνεμος σε μια τολύπη
καπνού και τους ξεκάνει πριν το μεσονύχτι.
Αχ ουρανέ! Αχ ο γαλανός πλατύς
σου δρόμος!
Αχ άνεμε μεγάλε! Αχ, φύσα τα
πανιά μας!
Δικοί σας είμαστε όλοι εμείς,
δικοί σας! Όμως
η θάλασσα είναι, Παναγίτσα μου,
δικιά μας!
11
Κι από κοντά έρχεται το τελευταίο κύμα
και το καράβι χάβει πριν να φέξει η μέρα.
Στους ουρανούς τραβάγαν, και πηγαίναν πρύμα,
μα επέσαν ξάφνου επάνω σε τεράστια ξέρα.
Το πιο ψηλό κατάρτι φούνταρε στον πάτο·
η θύελλα ούρλιαζε και καταργούσε τα όρια·
στην Κόλαση κι αν βρέθηκαν που χάσκει κάτω,
τα ουράνια τραγουδάγαν με φωνή στεντόρεια.
Αχ ουρανέ! Αχ ο γαλανός πλατύς
σου δρόμος!
Αχ άνεμε μεγάλε! Αχ, φύσα τα πανιά
μας!
Δικοί σας είμαστε όλοι εμείς,
δικοί σας! Όμως
η θάλασσα είναι, Παναγίτσα μου,
δικιά μας!
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου