Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

ΝΕΡΑ ΚΑΘΑΡΙΑ ΚΑΙ ΓΛΥΚΑ, ΔΡΟΣΑΤΑ




FRANCESCO PETRARCA


ΝΕΡΑ ΚΑΘΑΡΙΑ ΚΑΙ ΓΛΥΚΑ, ΔΡΟΣΑΤΑ

Νερά καθάρια και γλυκά, δροσάτα,
όπου έβαζε το ωραίο βάζο
του αβρού κορμιού της η Μαδόννα, την τερπνή της φύση·
κι εσύ, χλωρό κλαδάκι που σ’ εκράτα
(σ’ αναθυμούμαι και όλο αναστενάζω)
του δέντρου, στον κορμό του που ’χε ολόκορμη ακουμπήσει,,
ενώ είχαν άνθη και βλαστοί κοσμήσει
με χάρη την εσθήτα της, και φράξει
τον δρόμο για το αγγελικό της στήθος·
κι εσύ αέρα ιερέ, γαλήνιε, που συνήθως
απ’ τ’ όμορφό της βλέμμα έπνεες του Έρωτα την τάξη:
γι’ ακούστ’ εδώ όλοι εσείς μαζί τί λένε
τα πονεμένα λόγια μου που ’ναι φωτιές και καίνε.

Αν έτσι μού ’χει προοριστεί η ειμαρμένη
(και αν για τον Ουρανό είναι δεδομένο)
τα μάτια τούτα ’δώ, που κλαίνε, ο Έρως ναν τα κλείσει,
τί βγαίνει, αν θα θωρεί κανείς τί μένει
απ’ το κορμί μου που ’ν’ εδώ θαμμένο,
ενώ η γυμνή ψυχή μου σπίτι θέλει να γυρίσει:
στον ουρανό! Κι ο θάνατός μου λύση
δεν θά ’τανε σκληρή, αν είχα ελπίδα
τη ζοφερή να διάβαινα τη στράτα·
αν και κατάκοπος ο νους, θα επάτα
τον δρόμο που με φέρνει πίσω στη γλυκιά πατρίδα:
λιμάνι απάνεμο ή ήσυχο χαντάκι,
οστά και σάρκα να γδυθώ, των πόνων μου τα ράκη.

Ο χρόνος ίσως έλθει, και ίσως γυρίσει
τ’ ανήμερο θεριό μ’ ευγενικό αέρα
στον θώκο του οίκτου, σε συνήθειες του παλιές και πάλι·
εκεί ίσως τότε θα μ’ αναζητήσει
σαν ’κείνη την ευλογημένη μέρα
που με τον πόθο της ματιάς της με είχε περιβάλει –
και (ω οίκτε, ω σπλάχνος!) ας μην αμφιβάλλει
εγώ πως είμαι αυτός που εγίνη χώμα
και σκόνη. Τότε ο Έρωτας θα κάνει
τον στόνο βάλσαμο να με γλυκάνει
και χάρη να μου δώσει μες στο ουράνιο της το στόμα,
και η μοίρα μου θ’ αλλάξει. Ω, πόσο θέλω
τα μάτια να σφουγγίζει να τη δω στ’ ωραίο της βέλο!

Από τα θαλερά κλαράκια σμήνη
ανθέων πέταγαν και πέφταν κάτω –
ω, τα θυμάμαι (σα βροχή!) μπροστά από τη θωριά της·
μα εκείνη ατάραχη είχε απομείνει,
σεμνή και μεγαλόπρεπη, στον πάτο
του φάσματος, ντυμένη τη νεφέλη του έρωτά της·
ανθάκια πλήθος ραίναν την ποδιά της
κι ανθάκια πλήθος την ξανθή της κόμη,
πες πέρλες... πες αμάλαγο χρυσάφι
στις λάμψεις μέσα βλέπω να τη βάφει·
φως έπεφτε στο χώμα, φως στα κύματα, κι ακόμη
φως άναβε ιλαρές τις γάζες του αέρος
σαν νά ’θελε να πει: «Εδώ ηγεμονεύει ο Έρως»!

Ξεμέτραγα όλο εδώ την ομορφιά της
και αμέτρητες φορές με τρόμο είπα:
«Του Παραδείσου η κόρη ετούτη γέννημα είναι τέλειο»!
Η στάση της και τ’ αναρρίγματά της
και η θεία της ειδή στο μάτι εχτύπα
αμέσως: η όψη, οι λέξεις, το χρυσό της χαμογέλιο.
Και ως δούλευαν στης λήθης την κυψέλη ο
καημός και ο πόθος, πώς μετά να φτιάσω
το αληθινό της είδωλο;! Και, ωιμένα,
λογάριαζα τον ουρανό για μένα
πατρίδα νά ’ναι και νοιαζόμουν πώς εκεί θα φτάσω!
Η χλόη – η βλάστηση χαρά μού δίνει·
στα χόρτα και στα δέντρα μόνο βρίσκω εγώ γαλήνη.

Τα κάλλη αν είχες που κατάστρωνα για σένα, ωδή μου,
με τόλμη θά ’βγαινες να πας σε τόπους
καλούς, τα δάση αφήνοντας, για νά ’βρεις τους ανθρώπους.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου