VÍTĚZSLAV NEZVAL
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟΝ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟ
Η φτερωτή του μύλου των χεριών τους γυρνάει να μου πει μια καλημέρα
Το καφεκούτι ή το τυλιγάδι με τις ατέλειωτες παρόλες τους με νανουρίζει
κι έτσι αποκοιμιέμαι
Και λόγου τους είναι το παν και το τίποτα σαν και του ζαρωμένου μουσαμά
την προφητεία
Της πιο ακριβοθώρητης το σώμα είναι από ύφασμα εκατό τοις εκατό
κολλαρισμένο
Και η αλογοουρά της είναι ίππουρις και τολμάει τα πλέον καπριτσιόζικα
τινάγματα
Μοσχοβολάνε όλες τους από της μοναξιάς της οξιάς τα μεσάνυχτα
Στο αρκουδοτόμαρο των δρόμων με τις τρικυμιώδεις λούμπες της εσπέρας
Το βλέμμα τους ορμά ως βροχή αδιάκριτη ή σα δροσιά ερμαρίων και με
κάνει σε λυγμούς μετά να ξεσπάω
Διαβαίνουν αποσυντιθέμενες και ανασυντιθέμενες εναλλάξ στ’ όνειρό μου
που ’ναι τράπουλα μόνο με άσους κούπες σπαθιά μα και καρρώ
Σε όλα τα σταυροδρόμια όπου η κραυγή τους σάμπως μαύρο φλομόχορτο
τρομάζει των μηχανημάτων τα δυό μάτια
Αυτές οι πλήρεις μηχανές αλέθουνε αλάτι ή τσάι και προκαλούν
συγκοινωνιακή συμφόρηση
Θέτοντας πυρ στις μακρές θρυαλλίδες των δύστηνων αναρχικών
Η μιά τους που είναι μικρούλα κι άγουρη σαν ερωτηματικό και σα λοφίο
πετεινού ανάβει απαλά-απαλά στο χέρι της κρατώντας το μαστίγιο
Ακριβώς όπως και στις σχολές ιππασίας τις εντολές τις δίνουνε με
παντελόνια κόκκινα
Στέκει παρακολουθώντας έναν ψύλλο παίζοντα σκάκι
Ολάκερη ένα θαύμα σύγκορμο σαν φρύγανα ιτιάς διασταυρωμένα και με
βίβλων νήματα
Μιά άλλη είναι πιο μαυρειδερή και από μπομπίνα με ίνες σικάλεως κι από
πάνω τους κοράλλια μελανόχρωμα
Και επιβάλλει την ισχύ της χτυπώντας το τακούνι της σε δυναμίτη
επιμελέστατα κρυμμένον
Τηλεγραφήτρια όντας σημειωμάτων μονίμως κρυπτικών και κυρίως
κρυπτογραφημένων
Σε κάθε σκαλοπάτι χάνει ένα γαρύφαλλο μιά κηρήθρα ή και καμμιά
βούρτσα
Προσωπικώς λατρεύω ιδίως το σβέρκο της από μοσχοσάπουνο λεβάντας
Που τήνε δροσίζει στο στάβλο των περιστασιακών υπογείων διαβάσεων
Το χέρι της ξυλόβαρκα χωρίς καρένα καν μαδάει το μπουκέτο του λαιμού της
με τ’ αφρίζοντα σιφόνια
Και σβήνει έτσι εκεί την ύστατη και πιο καυτήν αναλαμπή της μέρας
Τα στήθη της σα γάτα ρονρονίζουνε
Σ’ εκείνη τη δροσιά σαν την αδειάζει πάνω της φορτώνω εγώ τον
καταρράκτη κάποιας μαρμαρένιας σκαλινάδας
Κι έτσι του λοιπού την καλονιώθει και μόνο με την αιδήμονα κοιλιά της
σαν άσπρη γάζα με καμφορά διαποτισμένη
Ή με τα βλέφαρα κάτω από τα οποία έχει ξαπλώσει τα παγωμένα
πιττάκια του σοκολατένιου της βλέμματος
Η τρίτη είναι πυρόξανθη σα φωλιά για σαλαμάνδρες
Με μηρούς σιμιγδαλένιους που και μονάχα ένα φιλί αρκεί να τους
σκληρύνει
Σηκώνει το χέρι της και χτυπά τις χαίτες των κορυδαλλών
Στερεωμένο γερά με δυό κουμπιά σαπφείρινα το κεφαλάκι της
είν’ ένα σκρίνιο όπου φυλάσσονται τα δύο μου εξαιρετικά
περιδέραια
Ποτέ δεν θα μπορέσω από εκείνη να βγω έξω τη θήκη και να συρθώ
ώς εκείνην που κάθεται βουβή σε κάποια πολυθρόνα
Ούτε γυμνή ούτε μ’ επάνω της έναν λοφίσκο και ούτε άλλως πως
στη ζωή εκδηλούμενη
Μονίμως άπληστη σαν τον ύπνο των μηρυκαστικών και πάντοτε
σπασμωδική σα σούστα διπλοκρέβατου
Στην ασταθή εγκαταλελειμμένη πτώση των πουλιών της ντάμας
και του ντόμινου σα μασουράκι σε ραπτομηχανή βαλμένο
Ποτέ μου ω ναι ποτέ δεν πρόκειται να ξαναδώ εγώ τη δέσποινα
των σπόγγων
Από την τσουκνιδένια της περούκα ιδρώτες στάζουν και δεν περιμένει
καν να της γυρίσουν την κουβέντα
Ο ίσκιος της τις νύχτες με φεγγάρι βυθίζεται σιγά-σιγά μες στην κρηπίδα
που ’σβησε στο προαύλιο της καμίνου
Τα χείλη της μπορούν να μασήσουνε σα ζελατίνα
Ψηλά λαμπιόνια ή στουπιά με πάμπολλην σκουριά πιωμένα
Μικρά κοράσια πνιγηροτάτων ημερών που πάνε πάνω σε κάτι άκριες
βουνών πανύψηλες ξεπλένοντας από τις πλάτες τους όλες
τις σβουνιές του θέρους
Νέες μητέρες εύσωμες και λιποθυμίες μεσονύκτιες χηρευσασών
αξιοθρηνήτων
Ο πόθος μου να τις σύρω έξω από το οίκημα και στη φωτιά με ανάβει
σαν το ψαθόχορτο κανονικά των ελικοειδών ωραίων τους
βοστρύχων
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου