Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

ΜΑΪΤΧΟΥΝΑ


OCTAVIO PAZ


ΜΑΪΤΧΟΥΝΑ

Τα μάτια μου σε ανακαλύπτουν
γυμνή
και σε καλύπτουν
με μιά θερμή βροχή βλεμμάτων

*

Ένα κλουβί ήχων
ανοιχτό
αφού για τα καλά ξημέρωσε
και λευκότερο
και από τους γοφούς σου ακόμα
όταν για τα καλά νυχτώνει
το γέλιο σου
κι ακόμα περισσότερο το φύλλωμά σου
το φεγγαρίσιο σου πουκάμισο
καθώς τινάζεσαι απ’ το κρεβάτι

Φως καλά κοσκινισμένο
Σπείρα που ελίσσεται τραγουδιστά

τυλιγμένη με λευκότητα

άσμα σταθερό φυτεμένο σ’ ένα χάσμα

*


Η ημέρα μου
στη νύχτα σου
εκτινάσσεται
Η κραυγή σου
ξεπηδάει κομματιασμένη
Η νύχτα απλώνει
το σώμα σου
σαν το κύμα που όλο έρχεται και πάει
Τα κορμιά σου περιπλέκονται
και πάλι στο σώμα σου


*


Ώρα κατακόρυφη
η ξηρασία
κινεί τους σαν κάτοπτρα τροχούς της
Κήπος μαχαιριών
οφθαλμαπατών πανδαισία
Μέσα από εκείνες τις αντανακλάσεις
εσύ διαβαίνεις
ακέραιη
περνάς των χεριών μου το ποτάμι

*

Πιο γρήγορα και από πυρετό
κολυμπάς μες στο σκοτάδι
ο ίσκιος σου είναι φωτεινότερος
ανάμεσα στις θωπείες
το κορμί σου είναι πιο μαύρο
Τινάζεσαι
στις παρυφές του απίθανου
έλκηθρα τού πώς πόσο διότι και μάλιστα

Το γέλιο σου καίει τα ρούχα σου

το γέλιο σου
υγραίνει το μέτωπό μου τα μάτια μου τον νου μου
Το κορμί σου καίει τον ίσκιο σου
Λικνίζεις στο τραπέζιο του φόβου
όλους των παιδικών σου χρόνων τους τρόμους
που με κοιτούν
από τις αβύσσους μέσα των ματιών σου
τις ορθάνοιχτες
στην πράξη του έρωτα
Και πάνω από το χαίνον χάος
το κορμί σου είναι λαμπρότερο
ο ίσκιος σου είναι πιο μαύρος
Κι εσύ γελάς επάνω από τις στάχτες σου

*

Γλώσσα Βουργουνδίας από μαστιγωμένο ήλιο
γλώσσα που γλείφει τη χαρά σου με τις άγρυπνες θίνες
κόμη ξέπλεκη ριχτή
γλώσσα μαστίγιο
γλώσσες που μιλούν
πάνω ξαμολημένες στην πλάτη σου
συνυφασμένη
πάνω στα στήθη σου
γραφή που σε γράφει
με γράμματα σα σπιρούνια
σε αρνιέται
με σημεία δαυλούς
ένδυμα που σε ξεντύνει
γραφή που σε ντύνει με χρησμούς
γραφή όπου μέσα είμαι εγώ θαμμένος
Κόμη ξέπλεκη ριχτή
η μεγάλη νύχτα τρέχει βιαστική πάνω στο σώμα σου
καράφα με κρασί ζεστό
χυμένο
πάνω στις ξύλινες δέλτους του νόμου
γυμνό από ουρλιαχτά και συνάμα σύννεφο σιωπής
τσαμπί με φίδια
τσαμπί με ρώγες
που τις πατήσανε
τα κρύα της σελήνης πέλματα
βροχή χεριών φύλλων δακτύλων ανέμου
πάνω απ’ το κορμί σου
απ’ το κορμί μου απ’ το κορμί σου
Κόμη ξέπλεκη ριχτή
φύλλωμα σε δέντρο με οστά
το δέντρο με ρίζες εναέριες που πίνουν νύχτα από τον ήλιο
Το ένσαρκο δέντρο        Το δέντρο το θνητό

*

Χτες βράδυ
στην κλίνη σου
είμασταν τρεις
εσύ  εγώ  το φεγγάρι

*

Ανοίγω
τα χείλη της νύχτας σου
υγρές κοιλότητες
ήχοι
αγέννητοι:

λευκότητα
απότομη υδάτων
που έσπασαν τις αλυσίδες τους

*


Να κοιμάμαι να κοιμάμαι σε σένα
ή καλύτερα να ξαγρυπνώ
ν’ ανοίγω τα μάτια μου
στο κέντρο σου
μαύρο άσπρο μαύρο
άσπρο
Νά ’μαι ήλιος ακοίμητος
κατακαίων τη μνήμη σου
(και
τη μνήμη μου μέσα στη δική σου τη μνήμη

Και πάλι σα σύννεφο ορθώνεται
ο χυμός
(αλιφασκιά σε λέω
φασκιά και φωτιά)
Ο μίσχος
ανατινάζεται
(Βρέχει
χιόνι καυτό)
η γλώσσα μου είναι
εκεί
(Στο χιόνι καταφλέγεται
το ρόδο σου)
Είναι
ήδη
(σφραγίδα το φύλο σου)
να βγει η Αυγή
σώα να βγει η Αυγή και αβλαβής



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου