GUSTAVO OSSORIO
ΧΩΡΟΣ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ
Εκεί που περιμένω εγώ
Και η γλώσσα σταθμεύει αυτή σου τη διαύγεια
Και σβήνει το τι συνέβη στο σπίτι
Και παρατείνει του αίματος μου τη διέλευση
Πού είναι και γιατί έχει
Η κόμη
Τη συχνότητά της και το ανέπαφο θέρος της
Κι ανάμεσα στα δόντια μου όλο τον ίλιγγο της πράξης και της ύπαρξης
Ω ενώ είμαι ασφαλής και περιμένω
Κι ενώ αναποδογυρίζω την παμπάλαια βάρκα
Βγαίνω μετά
Οδηγώ και η ζέση μου ανεβαίνει στα νερά
Κάθε
ώρα και στιγμή κάθε στιγμή και ώρα
Μαύρη ζωή από ήχους όμοιους με ημέρες
Ή βήματα απαστράπτοντα
Είμαι αριθμός και τέλος
Ανάπαυση και φωτισμένο βλέφαρο
Μα εσύ αποφασίζεις το άσυλο του ξεστρατισμένου χρόνου
Ανάμεσα σε χλιαρό κατάλυμα και ισοπεδωμένο χέρι
Εσύ αποφασίζεις και για το ακαταμάχητο του φόβου
Για το αποτρόπαιο των οστών μες στο κουφό υπόγειο
Πάνω από όπλα απόμακρα
Πάνω από έντομα τελετουργικά τη νύχτα
Ω χαμένη φλόγα και αργή
Τί πέτρινο δέρμα κατάπικρο που έχεις τί όνειρο κοφτερό
Τί σκοτεινό και κινούμενο βάθος ορίων
Δίνεις μι’ άβυσσο μεταλλική μόνο στον καπνό που τον ακούω ν’ ανεβαίνει
Σκεπάζει και χόρτα και χρόνο ενιαίο
Τα μάτια
Τον ωκεανό
Τα μάτια σου μεγάλη πύλη και βροχή υπερασπιζόμενη αντιλάλους
Μάτια και άνεμος νυχτερινός πλημμυρισμένος
Συνείδηση χώρος του κεραυνού οικείος
Πάμε με μια φωνή και μ’ ένα φυτικό φιλί
Κοιτώ προς την κατεύθυνση του κεραυνού
Να καταβροχθίσω τη δική μου θάλασσα
Να διαλαλήσω την ίδια χιονισμένη γραμμή και του σφυγμού το σημείο
Κοιτώ προς την κατεύθυνση του κεραυνού
Μα βλέπω απλώς τη ζωντανή σου δίψα μες στα μάτια σου.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου