ΓΙΑΝΝΗΣ
ΡΙΤΣΟΣ
ΘΛΙΜΜΕΝΗ
ΠΟΝΗΡΙΑ
Ο
καπνοδόχος, η εκκλησία, ο δρόμος, η ταβέρνα, – γνωστά.
Στο
σκοτεινό δωμάτιο ένα ψάρι γυρνάει μες στη γυάλα.
Εκείνος,
μόνος, όπως πάντα, παρατηρεί· δεν προσέχει· –
η
αδιόρατη, κινούμενη λάμψη του ψαριού· κι η αίσθηση εκείνη
απ’
την έλλειψη αισθήματος. Ένα ελάχιστο μούδιασμα
στα
δάχτυλα των ποδιών του – η αδοκίμαστη οκνηρία
να
μετακινηθεί, ν’ ανάψει φως ή να μείνει εκεί χάμω
μες
στο υποθετικό καρότσι του παράλυτου, απ’ όπου βγάζει
τ’
αριστερό του χέρι ψαύοντας τον ένα σιδερένιο τροχό
σαν
να κρατάει το τιμόνι μιας αρχαίας, μακρινής εξουσίας
κουρασμένης
κι αδιάφορης που δε ζητάει ν’ ασκηθεί σε κανέναν.
Έτσι
είναι που κρατάς και το ποίημα σαν ορκισμένο μυστικό
μην
και φανεί πως τίποτα δεν έχει πια κι αυτό ν’ ανακοινώσει.
Αθήνα,
9.V.72
Από
την ποιητική συλλογή: Υπόκωφα (1972).
Από
το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. ΙΑ΄, Κέδρος, Αθήνα 1993, σελ. 32.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου