ANDRÉ BRETON
ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ
ΣΕ ΒΛΕΠΩ ΥΠΕΡΤΕΘΕΙΜΕΝΗ
ΕΠ’
ΑΠΕΙΡΟΝ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ
Ονειρεύομαι
σε βλέπω υπερτεθειμένη επ’ άπειρον στον
εαυτό
σου
Κάθεσαι
στο ψηλό κοραλλένιο σκαμνάκι
Μπρος
στον καθρέφτη σου πάντα στο πρώτο του οικοδομικό
τετράγωνο
Δυό
δάχτυλα στο νερένιο φτερό της χτένας
Και
την ίδια πάλι ακριβώς στιγμή
Γυρνάς
από ταξίδι χασομεράς είσαι η τελευταία που μπαίνει
στη
σπηλιά
Στάζεις
ολόκληρη αστραπές
Δεν
με αναγνωρίζεις
Έχεις
ξαπλώσει στο κρεβάτι αποκοιμήθηκες ή λαγοκοιμάσαι
Είσαι
γυμνή η μπάλα από αφρόξυλο ζαμπούκου χοροπηδάει
ακόμα
Χίλιες
μπάλες από κουφόξυλο ζαμπούκου βομβίζουνε από
πάνω
σου
Κι
είναι τόσο μα τόσο ανάλαφρες που ούτε μια στιγμή δεν
σε
ζαλίζουν
Η
πνοή σου το αίμα σου σώθηκαν από την εντελώς παρανοϊκή
ταχυδακτυλουργία
του αέρα
Διασχίζεις
τον δρόμο τ’ αυτοκίνητα που εξακοντίζονται πάνω
σου
δεν είναι παρ’ απλώς και μόνο ο ίσκιος τους
Κι
εσύ η ίδια είσαι
Παιδί
Μαγκωμένο
σ’ ένα φυσερό καμωμένο από πούλιες
Παίζεις
σκοινάκι πηδάς
Θέλει
κάμποση ώρα μέχρι να παρουσιαστεί στο κεφαλόσκαλο
της
αόρατης σκάλας
Η
μόνη πράσινη πεταλούδα που συχνάζει στις ασιατικές
ακρώρειες
Θωπεύω
ό,τι υπήρξες
Και
ό,τι ακόμα μέλλεται να γίνεις
Ακούω
πόσο μελωδικά σφυρίζουνε
Τ’
αναρίθμητα χέρια σου
Φίδι
ένα και μοναδικό πάνω σε ό,τι δέντρο υπάρχει και δεν
υπάρχει
Τα
χέρια σου ενώ στο κέντρο τους περιστρέφεται του
ανεμολόγιου
το κρύσταλλο
Η
ζωντανή η πηγή μου με νάματά της Σίβες
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου