ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΜΗΤΙΣ!
Επιστήμη ή
τέχνη;
Το «κρίσιμο» ερώτημα αρθρώθηκε την ημέρα εκείνη που η μετάφραση σε κάποιο μέρος
του κόσμου ενδύθηκε την ακαδημαϊκή τόγα· από τότε, δηλαδή, που άρχισε να
διδάσκεται θεωρητικά (το επίρρημα, παρακαλώ, να διαβαστεί και με τους δύο
δυνατούς τρόπους). Έκτοτε, και μέχρι τις μέρες μας, εξακολουθεί μαινόμενος ο πόλεμος
ως προς το αν η μετάφραση είναι επιστήμη ή τέχνη… ως προς το αν το αποτέλεσμά
της είναι –κάτι που σπανίως λέγεται, αλλά σχεδόν πάντοτε εξυπονοείται –
πνευματικό επίτευγμα ή χειρωνακτικό
έργο. Το ότι υπάρχουν όχι μόνο δριμείς κατήγοροι, αλλά και ένθερμοι ζηλωτές αμφοτέρων
των μερών του μανιχαϊστικού αυτού ερωτήματος περιττεύει να το γράψω· αλλά, αφού
το έγραψα, ας συμπληρώσω ότι στην περίπτωση και των δύο φανατικών κύκλων
επιβεβαιώνεται για άλλη μία φορά το γνωστό και παροιμιώδες συμβολικό
περιστατικό των δυό γαϊδάρων που μαλλώνανε σε ξένο αχυρώνα.
Το λέω αυτό, γιατί καλά-καλά δεν υπάρχει
ακόμα ένας παραδεκτός επιστημονικός ορισμός της «μετάφρασης». Το ότι έχουν
διατυπωθεί εκατοντάδες (ποικίλου μήκους περιγραφικοί) αφορισμοί εμπεδώνει αυτό
που έγραψα στην προηγούμενη περίοδο. Ο ορισμός πρέπει να είναι γενικός και
σύντομος περιορισμός. Η σχοινοτενής παράθεση λεπτομερειών άγει αναπόφευκτα σε ειδικεύσεις
και σε εξειδικεύσεις και, άρα, καταργεί την όποια σκοπούμενη οριστικότητα. Όταν
μάλιστα στον ορισμό της μετάφρασης παρενείρονται παράμετροι, όπως η περίφημη
(αν όχι και διαβόητη) «ισοδυναμία», και δάνεια από ποικίλους και ετερόκλητους τομείς
του επιστητού, τότε η απελπισία ως προς το αν μπορούμε να έχουμε έναν ορισμό
της μετάφρασης όχι απλώς αποθαρρύνει, αλλά κυριολεκτικώς πνίγει και τον πιο
νηφάλιο παρατηρητή των δρωμένων.
Ο αφορισμός ότι «η μετάφραση είναι έργον
μεταφραστού» δεν είναι αφόρητος μέσα στην εγγενή κοινοτοπία του, αν ορίσουμε
ότι «μεταφραστής είναι αυτός που ξαναλέει με γραπτό κείμενο αλλού, άλλοτε και
αλλιώς ό,τι περιέχεται σε προγενέστερο γραπτό κείμενο». Το προγενέστερο κείμενο
είναι το λεγόμενο πρωτότυπο, και αποτελεί τη μοναδική σταθερά στη μεταφραστική
συνάρτηση· όλοι οι άλλοι παράγοντες συνιστούν ελεύθερες μεταβλητές. Γι’ αυτό
υπάρχει πάντα ένα πρωτότυπο και ποικίλος αριθμός δυνητικών μεταφρασμάτων του.
(Πάντως το ότι το πρωτότυπο αποτελεί σταθερά, ας ληφθεί μόνο με την έννοια τού ότι είναι
γραμμένο / τυπωμένο και γι’ αυτό είναι ένα. Ο αριθμός των δυνητικών τρόπων
αναγνώσεως και, άρα, ερμηνείας του είναι ανοικτός και ισούται τουλάχιστον με
τον αριθμό των εμπλακησομένων στη μεταφραστική διαδικασία.)
Τα λόγια στην παρένθεση σε συνδυασμό με
τον επιστρατευθέντα αφορισμό μάς επιβάλλουν να παύσουμε να ασχολούμαστε με την
«επιστημοσύνη» ή με την «τεχνικότητα» της μετάφρασης. Το μεταφράζον υποκείμενο
καθορίζει το τί είναι (κάθε φορά και σε κάθε φάση του βίου του) η μετάφραση.
Και, βεβαίως, καθόλου δεν εννοώ το ότι καθορίζει τον επιστημονικό ή τον τεχνικό
της χαρακτήρα. Όπως ο ζωγράφος και ο τραγουδιστής ορίζουν τη ζωγραφική και το
άσμα αντίστοιχα, έτσι ακριβώς και ο μεταφραστής ορίζει τη μετάφραση. Καμμία
απολύτως απόκλιση ούτε επιτρέπεται ούτε δικαιολογείται
Δεν υπάρχει ούτε ο ιδανικός μεταφραστής
ούτε ο παμμεταφραστής. Τί υπάρχει; Υπάρχει ο κάθε μεταφραστής, ο κατά μόνας
μεταφραστής που μεταφράζει / ερμηνεύει αυτά που διαβάζει στο πρωτότυπο και τα
βάζει να μιλήσουν στο μετάφρασμά του κατά το ήθος του που χαλκεύεται μέσα στο
ήθος της γλώσσας του στη συγχρονία και τη διαχρονία της. Και δη, συμπληρώνω,
κατά τη χρονική στιγμή που τελειούται το έργο του. Τίποτα δεν τον εμποδίζει σε
άλλη χρονική στιγμή να αρθρώσει τα ίδια κείμενα πράγματα αλλιώς.
Αυτό ήδη τον έχει φέρει πολύ μακριά από
την «επιστήμη» ή/και την «τέχνη». Τον έχει φέρει στην επικράτεια της μήτιος:
στην –όπως διαβάζουμε σε παλιά λέξικά– ικανότητα
κάποιου ανθρώπου περί το συμβουλεύειν, στη σοφία, στη σύνεση, στην ευφυΐα και στην πανουργία. Αυτά τα υπέροχα και (ας μη μας διαφεύγει, παρακαλώ)
οδυσσειακά είναι η μήτις· και για να μην παραλείψουμε να το πούμε και στη lingua franca
της εποχής μας, μήτις είναι πρωτίστως
craft, αλλά και cunning και trickery και skill in deceiving. Ο μεταφραστής
μεταφράζει και παράγει φάρμακα μητιόεντα
(Όμηρος, Οδύσσεια, δ΄ 227), παναπεί ρεμέδια εκλεκτά και ωφέλιμα, μετά συνέσεως
ευρεθέντα ή σκευασθέντα, και έτσι, εκτός από «επιστήμονας» ή «τεχνίτης»
γίνεται κάτι άλλο, ούτως ειπείν ανώτερο: «γόης» ή «απατεώνας».
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Φρέαρ", τχ. 9, Νοέμβριος 2014.
Σοφά λόγια από έναν ξεχωριστό δάσκαλο.
ΑπάντησηΔιαγραφή